Η αγορά τέχνης επιβραδυνόταν συνεχώς από το 2023, επηρεασμένη από αυξημένα επιτόκια, πληθωρισμό και πολιτική αστάθεια. Ήδη από το 2023, οι ΗΠΑ και η Κίνα σημείωσαν σημαντική μείωση, ενώ το Ηνωμένο Βασίλειο έπεσε στην τρίτη θέση. Η συγκέντρωση σε κορυφαίους καλλιτέχνες και η ενσωμάτωση των διαδικτυακών πωλήσεων διαμόρφωναν την αγορά, ενώ η φρενίτιδα των NFT είχε υποχωρήσει σημαντικά.
Στο άρθρο "Contemporary Art Prices Have Come Crashing Down. Is This the End?" της Katya Kazakina στο Artnet, που δημοσιεύτηκε την Άνοιξη του 2024 αναλύθηκε η πρόσφατη πτώση των τιμών στη σύγχρονη τέχνη και οι επιπτώσεις της στην αγορά. Το άρθρο επισήμανε ότι οι τιμές πολλών έργων τέχνης που κάποτε πωλούνταν σε υψηλές τιμές, είχαν μειωθεί δραματικά. Η αντίληψη της τέχνης ως επενδυτικό περιουσιακό στοιχείο είχε αλλάξει τα τελευταία χρόνια, με πολλούς να θεωρούν ότι η τέχνη μπορούσε να είναι τόσο επικερδής όσο τα ακίνητα. Ωστόσο, αυτή η ιδέα αμφισβητήθηκε καθώς οι τιμές έπεφταν και η ρευστότητα μειωνόταν. Η Kazakina επεσήμανε ότι τα τελευταία χρόνια η αγορά τέχνης έγινε υπερβολικά χρηματοοικονομική, με μεγάλα ποσά να επενδύονται σε έργα τέχνης και τις τιμές να φτάνουν σε εξωφρενικά επίπεδα.
Τώρα, όμως, αντιμετώπιζε μια διόρθωση. Τα έργα πολλών καλλιτεχνών δεν μπορούσαν πλέον να μεταπωληθούν με κέρδος ή και καθόλου, κάτι που προβλημάτιζε τους επενδυτές και τους συλλέκτες. Η συγγραφέας κατέληξε ότι η αγορά τέχνης μπορεί να χρειαστεί να επανεξετάσει την προσέγγισή της και να επικεντρωθεί περισσότερο στην απόλαυση και τη διατήρηση της τέχνης παρά στη χρηματοοικονομική της αξία. Προέβλεψε ότι οι επενδυτές θα πρέπει να είναι πιο προσεκτικοί και να μην βασίζονται αποκλειστικά στις υψηλές τιμές και την υπερεκτίμηση.
Στον αντίποδα, το ετήσιο report του ARAA, ενός διεθνούς ακαδημαϊκού και ερευνητικού οργανισμού αφιερωμένου στη μελέτη και προώθηση των εικαστικών τεχνών και της διεθνούς αγοράς τους, τα συμπεράσματα του οποίου δημοσιεύτηκαν στο Collezione da Tiffany τον Μάρτιο του 2023, επιβεβαίωσε τις τάσεις που κατέγραφε το άρθρο της Kazakina και τεκμηρίωνε τα ευρήματα μέχρι το τέλος του 2023.
Στο ίδιο μήκος κύματος κινήθηκε και η ετήσια έκθεση της Art Basel και της UBS για την κατάσταση της αγοράς τέχνης, όπως υπογράφεται κάθε χρόνο από τη δόκτορα Clare McAndrew και την Arts Economics. Μετά από δύο χρόνια ανάπτυξης, το 2023 οι πωλήσεις στην αγορά τέχνης επιβραδύνθηκαν, με μείωση 4% σε σχέση με το προηγούμενο έτος και εκτιμώμενη αξία 65 δισεκατομμυρίων δολαρίων. Οι αιτίες ήταν πλέον γνωστές: αυξημένα επιτόκια, πληθωρισμός και παγκόσμια πολιτική αστάθεια. Η ύφεση της φρενίτιδας και του ενθουσιασμού των συλλεκτών που χαρακτήριζε την πανδημική περίοδο είχε γίνει αισθητή. Αυτή η επιβράδυνση επηρέαζε κυρίως το ανώτερο τμήμα της αγοράς, τόσο όσον αφορά τις γκαλερί όσο και τους οίκους δημοπρασιών. Οι τελευταίοι κατέγραφαν μεγαλύτερη πτώση, κατά 7%, σε σύγκριση με τους γκαλερίστες που είδαν πτώση 3%. Παρά τη μείωση σε σχέση με το προηγούμενο έτος, οι αξίες παρέμεναν πάνω από το επίπεδο πριν την πανδημία (2019), με συνολική αξία 64,4 δισεκατομμυρίων δολαρίων.
Σύμφωνα με την έρευνα, η επιβράδυνση της αγοράς ήταν αισθητή κυρίως στις ΗΠΑ, που παρέμεναν η κύρια αγορά (42% της αξίας των παγκόσμιων πωλήσεων), αλλά είδαν μια συρρίκνωση κατά 10%, επιστρέφοντας στα επίπεδα του 2019. Η Κίνα, συμπεριλαμβανομένων της ηπειρωτικής Κίνας και του Χονγκ Κονγκ, έγινε η δεύτερη παγκόσμια αγορά τέχνης με μερίδιο 19% και συνολική αξία 12,2 δισεκατομμυρίων δολαρίων. Ωστόσο, η σχετική αύξηση μπορεί να ήταν το αποτέλεσμα ενός μοναδικού και μη επαναλαμβανόμενου συνδυασμού παραγόντων που συνδέονταν με την επαναλειτουργία μετά από τις αυστηρές πανδημικές καραντίνες. Το Ηνωμένο Βασίλειο έπεσε στην τρίτη θέση, εκπροσωπώντας το 17% των παγκόσμιων συναλλαγών. Η Γαλλία παρέμεινε σταθερή στην τέταρτη θέση, με μερίδιο 7%, ισοδύναμο με 5 δισεκατομμύρια δολάρια, παρά την απειλή νέων νομοθεσιών που θα μπορούσαν να εμποδίσουν περαιτέρω την ανάπτυξη της αγοράς.
Η επιβράδυνση της αγοράς οδήγησε σε ποιοτική συγκέντρωση, με μείωση των κερδοσκοπικών αγορών και μεγαλύτερη έμφαση στην αξία και την ποιότητα από τους συλλέκτες. Οι πωλήσεις συγκεντρώθηκαν γύρω από τους κορυφαίους καλλιτέχνες, με πολλές γκαλερί να αναφέρουν ότι το ένα τρίτο των πωλήσεών τους το 2023 προερχόταν από τον καλλιτέχνη με τον μεγαλύτερο αριθμό πωλήσεων. Στις δημοπρασίες, τα έργα μεταπολεμικής και σύγχρονης τέχνης παρέμειναν στο επίκεντρο, με συνολική αξία το 2023 στα 6,5 δισεκατομμύρια δολάρια. Η ιμπρεσιονιστική τέχνη σημείωσε μία από τις ισχυρότερες ανακάμψεις, φτάνοντας τα 2,6 δισεκατομμύρια δολάρια το 2022, το υψηλότερο επίπεδο που έχει καταγραφεί. Ωστόσο, οι πωλήσεις επιβραδύνθηκαν το 2023, με μείωση 35% στα 1,7 δισεκατομμύρια δολάρια. Οι πωλήσεις έργων "Old Masters" (δλδ των κλασσικών καλλιτεχνών που απτελούν τα "βαριά χαρτιά" του χρηματιστηρίου της Τέχνης) αυξήθηκαν κατά 15% στα 1,1 δισεκατομμύρια δολάρια, κυρίως λόγω της ζήτησης από την Κίνα.
Το διαδικτυακό κομμάτι της αγοράς αυξήθηκε κατά 7% σε σχέση με το προηγούμενο έτος, φτάνοντας τα 11,8 δισεκατομμύρια δολάρια. Ωστόσο, η φρενίτιδα για τα NFTs είχε τελειώσει, με την αγορά τους να είχε μειωθεί κατά το ήμισυ το 2023 (-51%), από 2,9 δισεκατομμύρια δολάρια το 2021 σε 1,2 δισεκατομμύρια δολάρια.
Σε αυτό το σενάριο γενικής επιβράδυνσης της αγοράς, αλλά όχι του συστήματος τέχνης, παρατηρείται αναπόφευκτη κατάρρευση της κερδοφορίας αυτών των δραστηριοτήτων (-40%). Οι εκθέσεις είναι θεμελιώδεις για τη θέση στην αγορά, αλλά οι γκαλερί είδαν μείωση των πωλήσεων κατά 6%, κάτι που μεταφράζεται σε κίνδυνο για την οικονομική τους βιωσιμότητα. Ωστόσο, παραμένει η αισιοδοξία, με το 39% των γκαλερί να προβλέπει αύξηση των πωλήσεων στις εκθέσεις τέχνης το 2024, ενώ και στον τομέα των δημοπρασιών, η αισιοδοξία για ένα καλύτερο έτος το 2024 είναι σχετικά υψηλή.