Η αίσθηση που κανείς βιώνει σε μια παρόμοια συνθήκη είναι μια έντονη αμηχανία, σχεδόν σαν να βρίσκεται δίπλα σε ωρολογιακή βόμβα. Τί και πόσο πρέπει να πει, τί ταιριάζει, τι θα διευκολύνει ή θα αναστατώσει τον άλλον, παράλληλα με μια προσωπική αναταραχή που δυναμώνει απέναντι στον πόνο και την οργή που κινδυνεύουν να ξεχειλίσουν ανά πάσα στιγμή. Είναι γεγονός ότι για να μπορούμε να διαχειριστούμε τα συναισθήματα των άλλων χρειάζεται πρωτίστως να είμαστε σε επαφή με τα δικά μας συναισθήματα. Την ίδια στιγμή που επιθυμούμε να προσφέρουμε υποστήριξη, επικεντρωνόμενοι στις ανάγκες του άλλου, ερχόμαστε αντιμέτωποι με δικά μας δύσκολα συναισθήματα που είτε έχουμε καταφέρει να αγνοήσουμε, είτε έχουμε προσωρινά προσπεράσει και τα οποία ξαναβρίσκουμε μπροστά μας μέσα από τη θλίψη που εκείνος βιώνει. Κατά πόσο αντέχουμε να μπούμε έστω και για λίγο στη θέση του; Πόσο εύκολο είναι να ακούσουμε και να κουβαλήσουμε έστω και για λίγο, από τη θέση του ακροατή, το δικό του πόνο, τον θυμό, την απόγνωση; Πολλές φορές η αμηχανία μας ενισχύεται από την προσδοκία να πούμε κάτι σοφό και μεγαλόπνοο που θα απαλύνει τον πόνο. Ωστόσο, σε αυτές τις περιπτώσεις ίσως έχει περισσότερο νόημαμια ειλικρινής προσέγγιση, ένα νοιάξιμο για όσα δύσκολα βιώνει, γεγονός που από μόνο του μπορεί να ανακουφίσει, να στηρίξει, να δώσει ευκαιρία για αποφόρτιση της θλίψης που τον κατακλύζει. Η αναφορά στο γεγονός και η ερώτηση που απευθύνουμε για όσα αισθάνεταιδίνει την ευκαιρία στο άτομο να εκφραστεί, να νιώσει τη συμπόνοια και τη συμπαράσταση, την υποστήριξη που χρειάζεται πιο πολύ από οτιδήποτε,μιας και η θλίψη και η απώλεια ενισχύουν ακόμη περισσότερο το αίσθημα της μοναξιάς. Η ικανότητα να αναφερθούμε στο πένθος που βιώνει, δίνει ένα μήνυμα ότι τα δύσκολα συναισθήματα μπορούν να έχουν θέση στη ζωή των άλλων, ότι δεν απαιτείται να τα προσπεράσει ή να τα κουκουλώσει προκειμένου να σχετιστεί με τους γύρω του, ότι η θλίψη δεν είναι αιτία απομόνωσης ή αποκλεισμού που κινδυνεύει να το βυθίσει ακόμη περισσότερο. Επιπλέον, δηλώνει τη διαθεσιμότητά να συμπαρασταθούμε, την ανθεκτικότητα να μοιραστούμε τη λύπη που κυριαρχεί, έστω και για τον ελάχιστο χρόνο που σχετιζόμαστε μαζί του.
Η παραμικρή αναφορά, ένα βουβό δάκρυ, ακόμη και απόλυτη σιωπή αυτού που πενθεί, μας θυμίζει κάθε στιγμή ότι η θλίψη είναι εκεί, ότι δεν δημιουργείται από τα λόγια μας, ούτε θα περάσει αν δεν αναφερθούμε σ’ αυτήν, αν προσποιηθούμε ότι τίποτα δε συνέβη. Το να μπορούμε να εκφραζόμαστε ανοιχτά για το θάνατο, το πένθος, την όποια απώλεια επιτρέπει στα πρόσωπα που την έχουν υποστεί να επιλέξουν αντίστοιχα αν και πόσο επιθυμούν να μιλήσουν για όσα βιώνουν. Έτσι ώστε να οδηγηθούν σταδιακά στην λεγόμενη επεξεργασία, σε μια κατά κάποιον τρόπο τακτοποίηση της εσωτερικής αναταραχής, σε μιααποφόρτιση από τα δύσκολα συναισθήματα που φαντάζουν αβάσταχτα. Μια διαδικασία που μπορεί εξίσου να αποτελέσει μια ευκαιρία για όσους στεκόμαστε δίπλα τους, να αναλογιστούμε πόσες φορές έχουμε επιλέξει να ξεγελαστούμε μέσω της σιωπής, ελπίζοντας ότι αν δεν μιλήσουμε για όσα μας έχουν πληγώσει, αν υποδυθούμε ότι δε συνέβησαν, θα καταφέρουμε να τα διαγράψουμε. Μια αφορμή να συνειδητοποιήσουμε ότι μόνο αν επιτρέψουμε στον εαυτό μας να σκεφτεί και να μιλήσει για όσα μας έχουν πονέσει, ίσως τελικά καταφέρουμενα τα αποδυναμώσουμε και να τα αφήσουμε πίσω, όπως διακαώς επιθυμούμε.