Η παρουσία των άλλων μας είναι απαραίτητη. Έχουμε ανάγκη το δίκτυο των ανθρώπων γύρω μας, περισσότερο ή λιγότερο κοντινών, προκειμένου να μοιραστούμε σκέψεις και συναισθήματα, να καθησυχάσουμε τη μοναξιά μας, να απολαύσουμε τρυφερότητα και σωματική επαφή, να αναγνωριστούμε και να νιώσουμε αποδεκτοί. Η ύπαρξή τους είναι σημαντική καθώς προσφέρει παροδική ή σταθερή υποστήριξη, ανακούφιση από άγχη και αγωνίες, λειτουργώντας ως σημαντικό συμπλήρωμα στην πίεση της καθημερινότητας, ως ευκαιρία για διαφυγή από προβλήματα και φόβους, μέσα από τη στιγμιαία αλληλεπίδραση, το χαμόγελο ή το αστείο, τη διασκέδαση, το νοιάξιμο ή τη στήριξη σε στιγμές πίεσης. Η ματιά τους είναι απαραίτητη καθώς έρχεται να συμπληρώσει, ενίοτε να επιβεβαιώσει, την εικόνα που διατηρούμε για τον εαυτό μας και που επιθυμούμε και εκείνοι να διατηρούν εξίσου για εμάς. Ο λόγος τους προσφέρει αναγνώριση και αποδοχή ως προς αυτό που νομίζουμε ότι είμαστε και που προσδοκούμε να αντανακλάται εξίσου και στη δική τους οπτική.
Τί γίνεται όμως όταν αυτή η ματιά γίνεται καταδιωκτική; Όταν η αγωνία για την εικόνα που οι άλλοι διατηρούν για εμάς λειτουργεί σαν ένας κόμπος στο λαιμό μας, σαν μια θηλιά που περιορίζει την αναπνοή μας, σαν ένα λάσο που σταματά το εύρος των κινήσεών μας, σαν ένας νοερός κύκλος που οριοθετεί το χώρο μέσα στον οποίο κινούμαστε, σαν ένας αυστηρός κριτής που ελέγχει και αξιολογεί κάθε κίνηση, σκέψη, επιλογή; Όταν η γνώμη των άλλων παίρνει τη μορφή ενός αόρατου ματιού, ενός απρόσωπου ακροατηρίου που μας κοιτάζει με καχυποψία, με διάθεση επικριτική, για να στηλιτεύσει και να ζυγίσει με τη μεζούρα κάθε πράξη ή κίνησή μας; Η ματιά των άλλων μετατρέπεται τότε σε μια ηθελημένη ομηρία, συνιστώντας μια διαρκή αγωνία συμμόρφωσης σε απροσδιόριστους κανόνες τρίτων, που πριν καν προλάβουμε να αποφασίσουμε αν επιθυμούμε να τους υιοθετήσουμε, αν μας ταιριάζουν, αν έχουν νόημα για τη δική μας ζωή, αν και κατά πόσο ταιριάζουν με τη δική μας κοσμοθεωρία, αγωνιούμε μήπως και κριθούμε ανάξιοι τους, κατώτεροι των απαιτήσεων που επιβάλλουν στη ζωή μας. Κι όλο αυτό ως απόρροια της αγωνίας μας να αναγνωριστούμε ως σωστοί και ηθικοί, να γίνουμε αρεστοί και αποδεκτοί, με τίμημα να αποφεύγουμε να διαφοροποιηθούμε, να αποκλίνουμε, προκειμένου να μην προκαλέσουμε, να μην δυσαρεστήσουμε, ποιον αλήθεια; ώστε να συμπεριληφθούμε στο κοινώς αποδεκτό, από ποιόν άραγε;
Η αγωνία για το σωστό και το λάθος που αναζητά δικαίωση μέσα από τη ματιά των άλλων επιβάλλει μια άκριτη υποταγή σε κανόνες και επιταγές που δεν έχουμε ακόμη ασπασθεί ούτε έχουμε επιτρέψει στον εαυτό μας να αξιολογήσει. Ενισχύει ένα αίσθημα ντροπής και απαξίωσης, μια αίσθηση ότι έχουμε κάνει κάτι λάθος, με το φόβο ότι αυτό που επιλέγουμε ή επιθυμούμε αποκλίνει από την πεπατημένη, από τον κανόνα που αντηχεί σαν μια μακρινή φωνή από τα παλιά. Πιθανόν η φωνή αυτή να αφορά τις αγωνίες των γονιών μας, των κηδεμόνων, των σημαντικών άλλων που μας κατατρύχουν από παλιά. Όταν δεν τις έχουμε αναλογιστεί, δεν τις έχουμε ζυγίσει με τα δικά μας μέτρα, δεν έχουμε τολμήσει να τις αμφισβητήσουμε, τις αναβιώνουμε μέσα από την κριτική των άλλων, ξαναζώντας την αγωνία της αποδοχής και της αναγνώρισης από τους ίδιους μας τους κηδεμόνες, ή όσους σημαντικούς έχουν πάρει αυτή τη θέση στο μυαλό μας.
Η ανάγκη μας να αναγνωριστούμε, να γίνουμε αποδεκτοί, να πάρουμε την έγκριση για τις επιλογές και τη στάση μας, μας κρατάει δέσμιους της αγωνίας για την άποψη των τρίτων που λειτουργεί σαν το ακροατήριο του θεάτρου. Μοιάζει με μια κερκίδα, με το χορό της αρχαίας τραγωδίας όπου μια μάζα απρόσωπη, με φωνή ομοιογενή και μη διαχωρίσιμη, μας παρακολουθεί και μας καταδιώκει. Ωστόσο, το κοινό αυτό δεν είναι άλλο από τη δική μας φωνή. Μέσα από τους αόρατους, απρόσωπους άλλους, είναι η δίκη μας φωνή που αντηχεί και ενσαρκώνει την αμφιθυμία που βιώνουμε ως προς το σωστό και το λάθος, καθώς αναζητούμε απεγνωσμένα την έγκριση των τρίτων για να νιώσουμε σιγουριά, να καθησυχαστούμε ως προς τις επιλογές μας.
Η ματαιότητα της αγωνίας να ικανοποιήσουμε τις απαιτήσεις των άγνωστων τρίτων γίνεται ακόμη πιο ξεκάθαρη όσο συνειδητοποιούμε την αντιφατική, αντικρουόμενη φύση τους. Οι άλλοι έχουνε τις δικές τους γνώμες και αξίες, αποτέλεσμα των επιρροών που έχουν υποστεί, των εμπειριών που έχουν βιώσει, κουβαλούν δικές τους παραλήψεις και απωθημένα, που χωρίς να το πολυσκεφτούμε, επιτρέπουμε να στοιχειώνουν τις δικές μας επιθυμίες. Όσο αναπαράγουμε τις φωνές τους, δίνοντάς τους χώρο μες στο μυαλό μας, είμαστε αντιμέτωποι με ένα σισυφικό μαρτύριο, μια απεγνωσμένη προσπάθεια να φορέσουμε ένα κουστούμι που δεν είναι στα μετρά μας, που μας στενεύει, που θα είναι πάντοτε κοντό ή πολύ μεγάλο, που θα μας δυσκολεύει να περπατήσουμε ή να νιώσουμε ο εαυτός μας, μιας δεν είναι φτιαγμένο για μας. Το να είμαστε υπόλογοι στον εαυτό μας για τις επιλογές μας δεν αποτελεί εγγύηση ορθότητας αλλά μειώνει την πιθανότητα να υποπέσουμε στα ίδια λάθη και κυρίως σε λάθη που δεν είναι δικά μας.
____________________
Βιβλιογραφία
Αριστοτέλης: ΠΟΛΙΤΙΚΑ (Πρώτος Τόμος), Εκδόσεις Ζήτρος, 2006.