Η εκ των υστέρων αξιολόγηση μιας πράξης μοιάζει εκ πρώτης όψεως δίκαιη και αντικειμενική καθώς η συνολική εικόνα των παραμέτρων που τη συνθέτουν αποτελούν αναγκαία προϋπόθεση για την όσο το δυνατόν πληρέστερη εκτίμησή της. Λαμβάνοντας υπόψιν όλη τη χρονική ακολουθία των γεγονότων, η εκτίμησή τους καταφέρνει να συμπεριλάβει όχι μόνο τη δική μας στάση και επιλογές – αυτές άλλωστε ενδεχομένως τις γνωρίζαμε σε κάποιο βαθμό εκ προοιμίου - αλλά εξίσου δεδομένα αναφορικά με τη στάση των άλλων, τις δικές τους αντιδράσεις, που αποτελούν συνήθως τον απρόβλεπτο, αστάθμητο παράγοντα που κανείς αναπόφευκτα αγνοεί κατά την εξέλιξη των γεγονότων.
Ωστόσο, μια κρίση που επικεντρώνεται μονομερώς στην κατάληξη, στο αποτέλεσμα, βάσει του οποίου αποτιμά το σύνολο της διαδρομής, παραμένει αποσπασματική. Πόσες φορές έχουμε έρθει αντιμέτωποι με γνώμες και τοποθετήσεις τρίτων αναφορικά με την εξέλιξη μιας κατάσταση, είτε αυτό αφορά μια σχέση, μια επαγγελματική επιλογή, μια συνεργασία, με βάση την τελική εξέλιξη. Μια αξιολογική κρίση που σχηματίζεται σε αυτή τη βάση αναπόφευκτα παραβλέπει τη σημασία των ενδιάμεσων σταδίων για το άτομο τη στιγμή που τα επέλεγε, καταλήγοντας να δικαιώνει ή να καταδικάζει τη συνολική πορεία, εν τέλει το νόημα και την αξία μιας διαδρομής. Παράλληλα, παραβλέπει ότι κάθε άτομο, μέσα σε μια συγκεκριμένη συνθήκη, λειτουργεί με βάση τα δεδομένα που ήδη έχει, που αφορούν τις σκέψεις, τα συναισθήματα αλλά και τις ανάγκες που η στάση του εξυπηρετεί τη στιγμή που επιλέγει τον τρόπο που θα δράσει. Η εκ των υστέρων κρίση της θέσης που κανείς υιοθετεί, θέτει εμμέσως την απαίτηση να λειτουργήσει ως Πυθία, να μπορεί να μαντέψει ή να κατευθύνει εκ προοιμίου τις εξελίξεις, να ρυθμίζει τις επιλογές των άλλων, να τις προβλέπει ώστε να συντονίζει αντίστοιχα τις δικές του, προκειμένου να προλάβει όσα θα επακολουθήσουν.
Στις περιπτώσεις αυτές, η έννοια της λάθος επιλογής ή στάσης, πέρα από το ψυχικό ή άλλο κόστος, είναι συχνά συνυφασμένη με το επιχείρημα του «χαμένου χρόνου». Πρόκειται για μια αγωνία με την οποία έρχεται κανείς αντιμέτωπος σε ιδιωτικούς απολογισμούς, σε αναφορά με επιλογές του παρελθόντος, ή οποία βαραίνει όχι μόνο σε σχέση με το πριν αλλά και ως προς την προοπτική του μετά. Πόσος χρόνος χάθηκε, πόσος χρόνος απομένει είναι ερωτήματα που κανείς ξαναβρίσκει μπροστά του, που συχνά κινδυνεύουν να εγκλωβίσουν σε φαύλους κύκλους αδράνειας και τιμωρίας.
Είναι γεγονός ότι κανείς δεν ξεφεύγει από την ευθύνη των επιλογών του, ανεξάρτητα από το αν είναι ευχάριστο ή αν αντέχει να το αναγνωρίσει. Η εγρήγορση που καλούμαστε να έχουμε ή απαιτούμε από τον εαυτό μας, δεν αφορά απαραίτητα την εξάσκηση μιας μαντικής ικανότητας αλλά την προσδοκία να αποστασιοποιούμαστε στο βαθμό του εφικτού από τις καταστάσεις που μας αφορούν, ώστε να έχουμε όσο το δυνατόν πληρέστερη οπτική μιας εικόνας της οποίας αποτελούμε μέρος. Αυτό δε συνεπάγεται αυτομάτως ότι θα καταφέρουμε να δράσουμε πιο συνετά, πιο ταιριαστά, προλαβαίνοντας τον «κίνδυνο» ή συντομεύοντας το λάθος, ωστόσο η επίγνωση που αποκτούμε καταφέρνει συνήθως να αποδυναμώσει την παράμετρο του αιφνιδιασμού αλλά και να διασαφηνίσει τους λόγους των επιλογών μας τη στιγμή που τα πράγματα λαμβάνουν χώρα. Μια τέτοια στάση, ίσως μας επιτρέψει να γίνουμε σοφότεροι ως προς τα όρια και τους περιορισμούς μας υπό δεδομένες συνθήκες, ίσως μας προστατέψει λίγο περισσότερο κάθε επόμενη φορά. Αυτό που σίγουρα εξασφαλίζει είναι μια πιο δίκαιη, αντικειμενική ματιά αναφορικά με τις παραμέτρους που επηρεάζουν τις αποφάσεις μας τη στιγμή που λαμβάνονται, με στόχο να ισορροπήσει τις όλο «διαύγεια» και «ευθυκρισία» απόψεις που με περισσή αυστηρότητα και κυνισμό τείνουν να υποτιμούν την αξία μιας διαδρομής, το χρόνο που κανείς έχει επενδύσει μέσα σε αυτήν, στη βάση του αποτελέσματος. Δίνει την ευκαιρία να διευρυνθεί η κοντόφθαλμη και περιοριστική οπτική, που κρίνει αποσπασματικά, συρρικνώνοντας την ουσία μιας πορείας σε όρους κέρδους και επιτυχίας, τσαλακώνοντας στιγμές και συναισθήματα στο όνομα μιας γενικόλογης τοποθέτησης του τι «θα έπρεπε» να είχε κανείς κάνει, σαν μια μελλοντική απειλή που ανακινεί αγωνίες αναφορικά με το λάθος, τη σύγκριση, την αναγνώριση ή τη διάψευση που έρχεται από τους άλλους.
Πως ορίζεται ο σκοπός, πώς αξιολογείται το αποτέλεσμα μιας επιλογής; Είναι βέβαιο ότι το τελευταίο έχει αξία όση και η διαδρομή. Οι στιγμές που ζήσαμε, οι προσδοκίες που επενδύσαμε, οι δυσκολίες που αποφύγαμε, τα συναισθήματα που βιώσαμε, οι φόβοι και οι αγωνίες που καθησυχάσαμε, διατηρούν την αξία τους παρά την όποια δυστυχή έκβαση. Κι είναι προδοσία προς τον εαυτό μας να μην μπορούμε να διαχωρίσουμε όλα όσα κερδίσαμε, εμμένοντας σε αυτό που χάσαμε, κρατώντας την πικρή γεύση του τέλους σαν το μόνο συστατικό της όλης διαδρομής. Ο Καβάφης, στο ομώνυμο ποίημα του υπενθυμίζει: “Η Ιθάκη δε σε γέλασε” γι’ αυτό και προτρέπει: «να εύχεσαι να ναι μακρύς ο δρόμος».