Πράγματι η ανάγκη να συγχωρήσουμε και να συγχωρηθούμε αποτελεί ζητούμενο στις ανθρώπινες σχέσεις. Το λάθος είναι πάντα κάτι αναμενόμενο εξίσου και η αγωνία να το επανορθώσουμε. Οι γονείς προσπαθούν να διδάξουν στα παιδιά την αξία της συγγνώμης ενώ συχνά αναρωτιούνται σε ποιο βαθμό η χρήση της λέξης αποτελεί απόδειξη ότι έχουν κατανοήσει την ουσία της. Έχουν άραγε φτάσει στην μεταμέλεια που προϋποθέτει την αναγνώριση του λάθος ή αντιμετωπίζουν τη συγχώρεση σαν μια ευκαιριακή και γρήγορη απαλλαγή από τις συνέπειες του παραπτώματος και των συναισθημάτων που προκαλεί; Αντίστοιχα και στις ενήλικες σχέσεις, το σφάλμα, δικό μας ή του άλλου, θέτει ποικίλα ερωτήματα γύρω από το αν και σε ποιες περιπτώσεις έχει νόημα η συγχώρεση, τι προϋποθέτει για τη στάση μας προς αυτόν που μας έχει βλάψει και τι αντίστοιχα περιμένουμε από εκείνον, σε ποιο βαθμό συνεπάγεται την αποκατάσταση της επαφής ή αποτελεί μια εσωτερική διεργασία, πέραν της δικής του στάσης ή της συνέχισης της σχέσης;
Το λάθος του άλλου μας προσβάλλει, μας στενοχωρεί, μας απογοητεύει με έναν τρόπο στιγμιαίο ή πιο διαρκή, καθώς προδίδει την εμπιστοσύνη και την προσδοκία μας αναφορικά με τη συμπεριφορά του όχι μόνο στο παρόν αλλά εξίσου και στο μέλλον. Η πράξη του δημιουργεί ένα ρήγμα στην εμπιστοσύνη και στην ανεμελιά που συνεπαγόταν η μέχρι τότε επαφή. Η στάση του δεν είναι πια προβλέψιμη καθώς το λάθος του είναι πλέον μέρος της εξίσωσης, που προκαλεί αναστάτωση και αγωνία, συνιστώντας πλήγμα αναφορικά με την εμπιστοσύνη ή τη θετική προσδοκία από τη σχέση μαζί του στο μέλλον.
Τι προϋποθέτει λοιπόν η συγχώρεση? Αρχικά να κατανοήσουμε αυτό που συνέβη από τη μεριά του άλλου. Να δοκιμάσουμε να μπούμε στη θέση του, να δούμε την πράξη του μέσα από τη δική του ματιά, να προσπαθήσουμε να την ερμηνεύσουμε ώστε να κατανοήσουμε όσο το δυνατό περισσότερο τί αφορά, ποια είναι η αφετηρία της. Αυτό δε συνεπάγεται απαραίτητα το να τη δικαιολογήσουμε. Απεναντίας αποτελεί μέρος ενός αναγκαίου απολογισμού, μια αναγνώριση των ισορροπιών που χαρακτήριζαν τη σχέση με στόχο μια πιο ολοκληρωμένη αξιολόγηση του τι συνέβαινε στη διάρκειά της. Χρειάζεται να είναι μια πράξη ζυγισμένη αναφορικά με τη στάση του άλλου στο πριν και στο τώρα, αλλά και σε σχέση με τις προσδοκίες μας από την επαφή μαζί του. Προϋποθέτει επομένως ένα κλείσιμο μιας δυσάρεστης κατάστασης, ενός συμβάντος που κανείς χρειάζεται να αφήσει πίσω του προκειμένου να πορευθεί χωρίς να στοιχειώνεται από τη θύμηση της βλάβης που έχει υποστεί, χωρίς να μπαίνει σε διαρκή επιφυλακή περιμένοντας το «κακό» να ξανασυμβεί, γεγονός που κινδυνεύει να στερήσει την απόλαυση από κάθε νέα επαφή. Συνεπάγεται μια ισορροπία ανάμεσα στην επιθυμία να αποκλείσει την πιθανότητα να ξαναεκτεθεί σε κάτι παρόμοιο, χωρίς ωστόσο να λειτουργεί σα να αρνείται αυτό που έχει ήδη συμβεί. Μέσα από τον απολογισμό των γεγονότων αλλά και μέσω της ικανότητας να αντέχει τη σκέψη ότι το αρνητικό είναι πάντα ένα ενδεχόμενο, έχει την ευκαιρία να προστατέψει τον εαυτό του από μια παρόμοια πιθανότητα καθώς δεν έχει χάσει την ευκαιρία να διδαχθεί από το παρελθόν ενώ έχει καταφέρει να μη στοιχειώνεται από αυτό.
Σε ποιο βαθμό προϋποθέτει τη συμφιλίωση? Η συγχώρεση δεν είναι πάντοτε αποτέλεσμα διάδρασης με αυτόν που μας έχει βλάψει. Δεν συνεπάγεται αναγκαία ένα δικό του αίτημα, καθώς δεν επιδεικνύει απαραίτητα μεταμέλεια ούτε επιδίδεται πάντα σε μια προσπάθεια να επανορθώσει. Άλλωστε μπορεί εξίσου να αφορά τη σχέση μας με πρόσωπα που δεν είναι πλέον παρόντα στη ζωή μας ή που δεν είναι καν στη ζωή. Η συγχώρεση τότε αντανακλά μια επανόρθωση εσωτερική, μια διαδικασία απολογισμού και κλεισίματος που περιλαμβάνει την επεξεργασία συναισθημάτων, τη θλίψη σε σχέση με την «απώλεια» ή την προδοσία που έχουμε υποστεί, πέρα από τη στάση ή τη δράση του άλλου. Αντίστοιχα, μπορεί να αφορά περιπτώσεις όπου η βλάβη δεν προέρχεται από κάποιο πρόσωπο αλλά είναι αποτέλεσμα μιας συνθήκης, όπως η ασθένεια ή η φυσική καταστροφή. Εκεί το άτομο βρίσκει τον εαυτό του να θυμώνει γι’ αυτό που του συνέβη και να στρέφει τα αρνητικά του συναισθήματα, τα παράπονα, προς τον εαυτό του είτε άμεσα είτε έμμεσα μέσω της έννοιας της κακής τύχης. Η έλλειψη ελέγχου με την οποία έρχεται αντιμέτωπο δημιουργεί ένα παράπονο διαρκείας, έναν παρατεταμένο θυμό αλλά και μια αίσθηση παραίτησης, θέτοντας πλέον τη συγχώρεση σαν ζητούμενο όχι μόνο προς τους άλλους αλλά και σε σχέση με τον εαυτό μας, είτε ως προς ένα εμφανές λάθος είτε σε αναφορά με όλα όσα θα έπρεπε να έχουμε κάνει διαφορετικά ώστε να αποφύγουμε το αρνητικό ενδεχόμενο και να προσεγγίσουμε όσα επιθυμούμε.
Η συγχώρεση δεν συνεπάγεται επιτρεπτικότητα και ανοχή στο να ξαναεκτεθούμε σε μια παρόμοια αδικία. Απεναντίας, αφορά την ικανότητα να προσπεράσει κανείς το λάθος, να αναγνωρίσει ένα κομμάτι προοπτικής στη σχέση πέραν του ρήγματος που έχει υποστεί, να παραχωρήσει ένα κομμάτι πίστης πέρα από διαβεβαιώσεις και εγγυήσεις σε σχέση με τη στάση του άλλου στο μέλλον. Σημαίνει την αποδοχή της αδυναμίας, της δικής μας και του άλλου καθώς ενέχει την παραδοχή ότι σε μια δεδομένη συνθήκη κανείς πράττει με βάση τις δυνατότητες, την αντίληψη και τους περιορισμούς που αυτή επιβάλλει. Η άρνησή της ισοδυναμεί με τιμωρία στο διηνεκές, με μια αντίσταση να επιτρέψουμε σε κάτι αρνητικό να μαλακώσει μέσα μας, να πάρει τη θέση του σαν κομμάτι της ιστορίας, που όσο λιγότερο αποτελεί μέρος του παρόντος τόσο λιγότερο θα κινδυνεύει να λεκιάσει το μέλλον.
Βιβλιογραφία
North, J. (1987). Wrongdoing and forgiveness. Philosophy, 62(242), 499-508.
Thompson, L. Y., Snyder, C. R., Hoffman, L., Michael, S. T., Rasmussen, H. N., Billings, L. S., ... & Roberts, D. E. (2005). Dispositional forgiveness of self, others, and situations. Journal of personality, 73(2), 313-360.