Η εξαπάτηση και η προσβολή συμπληρώνονται από τη θλίψη, την απογοήτευση και την επιθυμία να ανταποδώσει κανείς τον πόνο που υπέστη. Η αυθόρμητη αντίδραση που επικεντρώνεται συχνά στον θυμό, είναι αναμενόμενη και ίσως αναγκαία. Είναι ανακουφιστικό να θυμώσουμε με τον άλλον, να εξωτερικεύσουμε και να δοκιμάσουμε να εκτονώσουμε την ένταση που προκαλεί η αίσθηση της προδοσίας. Άλλωστε το αρνητικό συναίσθημα, επισκιάζοντας ό,τι καλό βιώσαμε στη σχέση, ενισχύει την απαραίτητη απομάκρυνση από την κατάσταση, αναγκαίο στάδιο στη διαδικασία του αποχωρισμού. Η αίσθηση της εξαπάτηση μας ωθεί να στρέψουμε τα παράπονα και την ευθύνη προς τον άλλον. Ωστόσο όσο επικεντρωνόμαστε σε αυτό που έχουμε υποστεί, διατηρώντας τη θέση του θύματος με διάρκεια, μοιάζει σα να παραδίδουμε στον άλλον ένα κομμάτι της ευθύνης και του ελέγχου που μας αναλογεί. Κινδυνεύουμε τότε να παραβλέψουμε ότι ένα κομμάτι του θυμού που βιώνουμε αφορά εξίσου και τον εαυτό μας, τη δική μας θέση απέναντι στη σχέση, τη στάση και τις επιλογές μας.
Στις ανθρώπινες σχέσεις ο αστάθμητος παράγοντας είναι πάντα παρών. Γι’ αυτό και είναι σχεδόν ουτοπική η προσδοκία ότι μπορούμε να προβλέψουμε με απόλυτο τρόπο συμπεριφορές και αντιδράσεις, ή η βεβαιότητα ότι μπορούμε να επηρεάσουμε και να αποτρέψουμε προκαταβολικά τις πράξεις των άλλων. Αυτό που ουσιαστικά μπορούμε να ελέγξουμε, αφορά κατά κύριο λόγο τον εαυτό μας, τις δικές μας σκέψεις, πράξεις και επιλογές, όλα όσα αντανακλούν το δικό μας μερίδιο στις σχέσεις μας. Επομένως, στο βαθμό που οι επιθυμίες μας εμπλέκουν και κάποιον άλλον, η ανατροπή, όσο κι αν είναι επώδυνη, είναι πάντα ένα πιθανό σενάριο. Την ίδια στιγμή που μας πληγώνει και μας απογοητεύει, αποτελεί συγχρόνως και ευκαιρία για έναν προσωπικό απολογισμό. Με αφορμή ένα δυσάρεστο συμβάν έχουμε τη δυνατότητα να σκεφτούμε, να ανακαλύψουμε και να κατανοήσουμε πράγματα για τον εαυτό μας, να αναζητήσουμε παραμέτρους που πιθανόν είχαμε αγνοήσει, παραλείψει ή ξεχάσει προς εμάς αλλά και σε σχέση με τον άλλον. Αντιμέτωποι με την απιστία, πέρα από τα αρνητικά συναισθήματα που προκαλεί, αποτελεί την ίδια στιγμή πρόκληση στο να προσπαθήσουμε να αξιολογήσουμε αντικειμενικά τη σχέση, να διαπιστώσουμε σημάδια φθοράς ή απόκλισης που πιθανόν παραβλέπαμε, που θα μπορούσαν ωστόσο να δώσουν την δυνατότητα για μια διαφορετική διαχείριση. Να αναλάβουμε δηλαδή το μερίδιο της ευθύνης που μας αναλογεί, με αφορμή τον άλλον, προς τον εαυτό μας. Να επεξεργαστούμε τα συναισθήματα που προκάλεσε η κατάσταση, το θυμό, την απογοήτευση και τη θλίψη, ώστε να οδηγηθούμε σε ένα κλείσιμο αλλά και σε μια νέα προοπτική, είτε αυτή αφορά τη συνέχιση της σχέσης σε νέα βάση, με τις όποιες διεργασίες και ζυμώσεις αυτό συνεπάγεται, είτε τη λήξη της σχέσης ώστε να κατευθυνθούμε προς νέες και πιο ικανοποιητικές επιλογές.
Ωστόσο πολλές φορές συμβαίνει ο θυμός που βιώνουμε στα πρώτα στάδια να έχει διάρκεια, να παραμένει ζωντανός για καιρό έτσι ώστε ακόμη κι όταν η σχέση έχει λήξει, ο άλλος συνεχίζει να καταλαμβάνει χώρο στο μυαλό και στα συναισθήματά μας. Η σύγκρουση είναι τότε ένα διαφορετικό σχήμα συνέχισης της επαφής, όχι πλέον με θετικό τρόπο καθώς οι καταστάσεις δεν το επιτρέπουν, αλλά μέσα από τα αρνητικά συναισθήματα που διατηρούμε για εκείνον, που όσο παραμένουν ζωντανά, μας οδηγούν ενίοτε να αναβιώνουμε την προσωπική μας ιστορία σε κάθε ενδεχόμενη νέα επαφή. Παράλληλα, κατακλύζεται κανείς από την ανάγκη για κάποιου είδους αποζημίωση. Έχοντας στερηθεί αυτό που αισθανόμαστε ότι δικαιούμαστε ηθικά, σε επίπεδο συναισθημάτων και αναγνώρισης, αντιλαμβανόμαστε το διάστημα που διήρκησε η σχέση ως σπατάλη. Η ανάγκη να πάρουμε πίσω το χρόνο και τα συναισθήματα που επενδύσαμε μετατρέπεται τότε σε μια αέναη αναπαραγωγή θυμού και υλικών απαιτήσεων που μας κρατά δέσμιους σε αλλεπάλληλες συγκρούσεις και φαύλους κύκλους έντασης και θλίψης.
Η μεταστροφή των θετικών συναισθημάτων σε αρνητικά, που βιώνονται πλέον με ένταση και διάρκεια, αντανακλά συγχρόνως μια άρνηση να αποχωριστούμε το πρόσωπο και τη σχέση. Γιατί ο αποχωρισμός συνεπάγεται κατά κύριο λόγο τον αποχρωματισμό του άλλου από όποια έντονα θετικά ή αρνητικά συναισθήματα. Σημαίνει ότι ο άλλος καθίσταται ουδέτερη φιγούρα στο μυαλό μας, γεγονός που προϋποθέτει τη συγχώρεση και την επανόρθωση. Όχι τόσο προς το άλλο άτομο, αλλά κυρίως προς τον εαυτό μας. Όταν έχουμε σκεφτεί τα γεγονότα, όταν έχουμε επεξεργαστεί τα συναισθήματα που μας προκαλούν, όταν έχουμε αναγνωρίσει τις προσωπικές μας εκκρεμότητες, μπορούμε εν τέλει να αφήσουμε πίσω αυτό που έχει συμβεί, να περάσουμε από τον θυμό στη θλίψη, πενθώντας αυτό που έχει χαθεί. Καταχωρώντας τη σχέση ως κομμάτι της ιστορίας και του παρελθόντος μας που επιτρέπουμε στον εαυτό μας να αποχαιρετίσει, καταφέρνουμε ουσιαστικά να την αποχωριστούμε, ώστε να δημιουργήσουμε χώρο για νέες εμπειρίες, συναισθήματα και αλληλεπιδράσεις. Όσο κι αν το επιθυμούμε, δεν ελέγχουμε τα γεγονότα. Το μόνο που μπορούμε να ελέγξουμε είναι η διαχείρισή τους, το πως αξιοποιούμε αυτό που έχει συμβεί, ώστε να δημιουργήσουμε νέα προοπτική για εμάς, να προχωρήσουμε πιο σοφοί και πιο δυνατοί σε κάθε επόμενη σχέση και επιλογή. Κι αυτό είναι κάτι που δεν μπορούμε να αποποιηθούμε, αν δεν θέλουμε να βιώσουμε ξανά την προδοσία, αυτή τη φορά από τον ίδιο μας τον εαυτό.