Συγχρόνως, κάθε επαγγελματίας είναι αντιμέτωπος με την απαίτηση να διακρίνεται από συμπεριφορές που αποτελούν εγγύηση επαρκούς κατάρτισης και αξιοπιστίας. Ακόμη και όταν υιοθετεί συμπεριφορές στερεοτυπικά αναμενόμενες για το επάγγελμά του, που ενδεχομένως αξιολογούνται αρνητικά, στο βαθμό που δεν αποτελούν απόδειξη αναποτελεσματικότητας δεν καταλήγουν να ακυρώνουν την αξία του ως επαγγελματία. Έτσι, μπορεί κανείς πιο εύκολα να παραβλέψει αν ένας κλειδαράς δεν είναι αρκετά συνεπής στα ραντεβού του αλλά όχι το να μην είναι υπεράνω υποψίας αναφορικά με αξιόποινες πράξεις. Αντίστοιχα, ένας τεχνίτης μπορεί να είναι αναβλητικός σε σχέση με εργασίες στο δικό του σπίτι, αλλά αυτό δεν αποτελεί σημείο αμφισβήτησης της επαγγελματικής του ικανότητας. Σε μια παρόμοια αναλογία, η σύσταση ενός πνευμονολόγου προς τον ασθενή του σχετικά με τη διακοπή του καπνίσματος, δεν χάνει την εγκυρότητά της ακόμη κι αν ο ίδιος καπνίζει. Η ασυνέπεια ανάμεσα σε αυτό που συστήνει στους ασθενείς του και σε αυτό που εφαρμόζει στον εαυτό του δεν τον καθιστά απαραίτητα λιγότερο καταρτισμένο, ούτε αφαιρεί από το σεβασμό και την εμπιστοσύνη που αναγνωρίζεται προς το πρόσωπό του, ως ειδικός.
Ωστόσο, στην περίπτωση του ψυχολόγου*, τα πράγματα είναι περισσότερο σύνθετα. Καθώς η ιδιότητά του είναι συνυφασμένη με τη διαχείριση των συναισθημάτων και των ψυχικών δυσκολιών, η προσδοκία συνέπειας αναφορικά με τους χειρισμούς των προσωπικών θεμάτων είναι σχεδόν αυτονόητη. Είναι σύνηθες φαινόμενο όταν κανείς γνωρίζει έναν ψυχολόγο στα πλαίσια μιας κοινωνικής επαφής, να διερωτάται, σιωπηλά ή σε επίπεδο αστεϊσμού, σε πιο βαθμό μπορεί να τον καταλάβει, αν μπορεί να τον «ψυχολογήσει», σαν η επαγγελματική του ιδιότητα να συνεπάγεται αυτομάτως μια σχεδόν «μαγική» ικανότητα να κατανοεί τους ανθρώπους. Σε αναλογία με το παράδειγμα του καπνιστή γιατρού και δη πνευμονολόγου, θα φάνταζε παράδοξο για έναν ψυχολόγο στον οποίο κανείς απευθύνεται όταν αισθάνεται εγκλωβισμένος σε μια σχέση μη ικανοποιητική, να βιώνει σε προσωπικό επίπεδο παρόμοια διλήμματα που παραμένουν για καιρό αναπάντητα, χωρίς προοπτική επίλυσης. Η απαίτηση συνέπειας μεταξύ λόγων και πράξεων είναι στην περίπτωση αυτή πολύ πιο αυστηρή, καθώς ο ψυχολόγος, ως ειδικός στα «περί ψυχής», οφείλει στη συνείδηση των περισσοτέρων (ίσως δικαίως), να διαχειρίζεται αποτελεσματικά τα δικά του ζητήματα. Μήπως όμως αυτό συνεπάγεται ότι ο ψυχολόγος έχει εξασφαλίσει ένα αυτόματο πλεονέκτημα στο να μην επηρεάζεται από τις δυσκολίες, ότι μπορεί να τις αναγνωρίζει αυτόματα, να τις αποφεύγει ή να τις αποκρούει; Πόσο ρεαλιστική μπορεί να είναι μια τέτοια άποψη;
Tα προβλήματα και οι ανατροπές προκύπτουν ανά πάσα στιγμή για όλους ανεξαιρέτως και κανείς δεν κατέχει το προνόμιο να εξαιρείται από αυτά. Το ερώτημα λοιπόν που προκύπτει, είναι τι περιμένουμε ότι κάνει ο ψυχολόγος όταν έχει προβλήματα, πως τελικά διαχειρίζεται τις δικές του ανεπάρκειες και περιορισμούς; Μέρος της απάντησης αφορά στο κομμάτι της ψυχοθεραπευτικής του εκπαίδευσης, που αποτελεί προϋπόθεση προκειμένου να μπορεί να υποστηρίξει όσους αναζητούν τη βοήθειά του. Η διαδικασία αυτή συμπεριλαμβάνει την προσωπική του «ανάλυση», που στοχεύει σε έναν αναγκαίο βαθμό επίγνωσης των προσωπικών του δυσκολιών, στην ικανότητα σκέψης και αντίστοιχης διαχείρισης των συναισθημάτων του, των δικών του σκοτεινών σημείων, ώστε να είναι σε θέση να κατανοήσει πιο ολοκληρωμένα τους άλλους αλλά και τα πιο προσωπικά συναισθήματα που αναδύονται στη συνεργασία του με τους άλλους. Αυτό αποτελεί βασική προϋπόθεση για την αποτελεσματική εξάσκηση του επαγγέλματός του, καθώς όσο καλύτερα γνωρίζει τον εαυτό του, τόσο περισσότερο θα μπορεί να αποστασιοποιείται από τα ζητήματα των άλλων ώστε να μπορεί να συνδράμει στη διαχείρισή τους. Ωστόσο, επειδή στη ζωή δεν υπάρχουν απόλυτα μέτρα, και οι ανατροπές μπορεί να γίνουν πιεστικές ακόμη και για κάποιον που φαντάζει πιο «ειδικός» στην αντιμετώπισή τους, το ενδεχόμενο να χρειαστεί και ο ίδιος ως θεραπευόμενος να απευθυνθεί σε κάποιον ψυχολόγο ώστε να αναζητήσει βοήθεια σε στιγμές προσωπικών κρίσεων, παραμένει πάντα ανοιχτό. «Κανένας ψυχαναλυτής δεν μπορεί να πάει πιο πέρα απ’ όσο του επιτρέπουν τα συμπλέγματα και οι εσωτερικές του αντιστάσεις» (Freud, 1910) **.
Τι είναι επομένως αυτό που κάνει ο ψυχολόγος διαφορετικά από τους άλλους ανθρώπους στην καθημερινότητα, αντιμέτωπος με τα δικά του προβλήματα; Αυτό στο οποίο ωφελείται μέσα από την ιδιότητά του σε σχέση με τους «μη ειδικούς» δεν αφορά στο να μην επηρεαστεί, να μην βιώσει την αναστάτωση ή την ένταση. Η όποια «υπεροχή» του δεν έγκειται στο να μην βιώσει δυσκολίες αλλά στο πώς τις διαχειρίζεται, πόσο χρόνο ξοδεύει ώστε να τις τακτοποιήσει μέσα του, πόση ενέργεια του αποσπούν. Η επαγγελματική κατάρτιση του εξασφαλίζει ένα πλεονέκτημα στην κατανόηση και αποκωδικοποίηση των καταστάσεων που προκύπτουν και των συναισθημάτων που βιώνει, το οποίο μεταφράζεται σε ένα χρονικό και ποσοτικό προβάδισμα σε σχέση με την ένταση και τη διάρκεια της αναστάτωσης. Επομένως, το να είναι σε θέση να παραδεχτεί τη δυσκολία που βιώνει ώστε να αναζητήσει μια έστω προσωρινή ενίσχυση, δε συνιστά απόδειξη αναξιότητας, ούτε θέτει υπό αμφισβήτηση την επάρκειά του. Απεναντίας επιβεβαιώνει την ικανότητά του να αφουγκράζεται όχι μόνο τις ανάγκες των ανθρώπων που απευθύνονται σε εκείνον αλλά και τις δικές του, με στόχο να (ξανά)ισορροπήσει τις όποιες προσωπικές δυσκολίες προκειμένου να μην σταθούν εμπόδιο στην εξάσκηση του επαγγέλματός του, προκειμένου να συνεχίσει να εξελίσσεται ως άτομο και αντίστοιχα ως επαγγελματίας.
Συχνά, η απαίτηση για μια πιο απόλυτη ικανότητα διαχείρισης δεν αφορά μόνο τη ματιά των άλλων αλλά και μια προσωπική προσδοκία, που μπορεί να εγκλωβίσει έστω και στιγμιαία τον άνθρωπο στο επάγγελμα, σαν η ιδιότητα που φέρει να μπορούσε να απαλείψει το ανθρώπινο στοιχείο. Καθώς ένα σημαντικό κομμάτι της δουλειάς του ψυχολόγου βασίζεται στις ερμηνείες της συμπεριφοράς των ανθρώπων με τους οποίους συνεργάζεται, κινδυνεύει να εφαρμόσει μια όμοια στάση προς τους ανθρώπους με τους οποίους σχετίζεται σε πιο προσωπικό επίπεδο. Ακριβώς επειδή στα πλαίσια της επαγγελματικής του ιδιότητας η στάση του αποσκοπεί στη διερεύνηση κινήτρων και στην αναζήτηση εξηγήσεων αποφεύγοντας να κρίνει, κινδυνεύει να γίνει πιο επιτρεπτικός προς τους κοντινούς του, τείνοντας να δικαιολογεί τη συμπεριφορά τους πολύ περισσότερο από το να διεκδικεί μια ισότιμη σχέση μαζί τους. Η ιδιότητα του ψυχολόγου μπαίνει τότε ως προτεραιότητα ακόμη και στις σχέσεις όπου δεν οφείλει να είναι.
Είναι γεγονός ότι κάθε επαγγελματίας είναι επιφορτισμένος με μια ματιά, μια οπτική που έχει για τα πράγματα την οποία είναι δύσκολο να αποποιηθεί, ακόμη και προσωρινά. Ωστόσο η ιδιότητα του ψυχολόγου, με ό,τι αυτή συνεπάγεται, χρειάζεται να αγνοείται, να μπορεί να αφήνεται για λίγο στην άκρη, ώστε να μπορεί το άτομο πίσω από αυτήν να σχετιστεί με τους άλλους με πιο καθημερινούς όρους. Στην αντίθετη περίπτωση, κινδυνεύει να στερήσει από τον εαυτό του τη χαρά του να σχετίζεται με έναν όσο το δυνατόν πιο αυθεντικό αλλά και ισότιμο τρόπο με τους γύρω του. Βάζοντας πίσω την ψυχολογική/αναλυτική ματιά, αποφεύγοντας να εξηγεί και να δικαιολογεί εκεί που δεν είναι αναγκαίο, θα επιτρέψει στους άλλους να αναλάβουν το μερίδιο που τους αναλογεί στη σχέση τους μαζί του, αλλά και στον εαυτό του να διεκδικήσει αυτό που δικαιούται σε προσωπικό επίπεδο, όπως ακριβώς θα θεωρούσε ότι αρμόζει σε όποιον στρεφόταν προς εκείνον για βοήθεια.
*η χρήση της λέξης ψυχολόγος στο κείμενο αναφέρεται σε ειδικούς με τη συγκεκριμένη ιδιότητα του ψυχοθεραπευτή και όχι σε όλους όσους φέρουν τον τίτλο του ψυχολόγου, ως απόφοιτοι αντίστοιχων τμμάτων.
**"no psycho-analyst goes further than his own complexes and internal resistances permit; and we consequently require that he shall begin his activity with a self-analysis and continually carry it deeper while he is making his observations on his patients. Anyone who fails to produce results in a self-analysis of this kind may at once give up any idea of being able to treat patients by analysis" (1910d, p. 145)
Βιβλιογραφία
Freud, S. (1957). The future prospects of psycho-analytic therapy. In The Standard Edition of the Complete Psychological Works of Sigmund Freud, Volume XI (1910): Five Lectures on Psycho-Analysis, Leonardo da Vinci and Other Works (pp. 139-152).