Ο Peregrine Pollen, που αναζωογόνησε τη βιομηχανία των ευρωπαϊκών δημοπρασιών και προετοίμασε το έδαφος για την άνθηση της αγοράς τέχνης του 21ου αιώνα, έφυγε από την ζωή τον Φεβρουάριο σε ηλικία 89 ετών. Ο Pollen υπήρξε ένα από τα σημαντικότερα στελέχη της διεθνούς επέκτασης της Sotheby's στη δεκαετία του 1960 και του 1970, έβαλε τον οίκο στο χώρο της τέχνης και στην συνέχεια την ανέπτυξε τόσο πολύ σε αυτήν, ώστε πλέον η διεθνής παρουσία του στον χώρο να θεωρείτε de facto standard.
Ο Peregrine Michael Hungerford Pollen, οπως ήταν το πλήρες όνομα του, ήταν ένας άγγλος δημοπράτης της περασμένης γενιάς, ο οποίος ήταν επικεφαλής της Parke-Bernet στη δεκαετία του 1960, η οποία εξαγοράστηκε από την Sotheby's. Ήταν γνωστός για τη διεύρυνση της δημοπρασίας στη Βόρεια Αμερική. Η κορύφωση της καριέρας του όμως βρίσκεται αλλού, και είναι αυτή που άλλαξε για πάντα την διεθνή αγορά της τέχνης.
Στις 15 Οκτωβρίου 1958 o Peregrine Pollen ήταν στο Sotheby's του Λονδίνου μόλις 11 μήνες - εργάστηκε πρώτα στο τμήμα Old Master και έπειτα ως βοηθός του χαρισματικού προέδρου του Peter Williams - όταν η εταιρία έστησε μια εποικοδομητική πώληση, και σύγχρονα έργα ζωγραφικής από τη συλλογή του αείμνηστου τραπεζίτη της Νέας Υόρκης Harold Goldschmidt. Η αστυνομία έπρεπε να συγκρατήσει τα πλήθη στη New Bond Street, καθώς οι ηθοποιοί Kirk Douglas και Anthony Quinn, η αστέρας του μπαλέτου Margot Fonteyn και ο συγγραφέας Somerset Maugham ανάμεσα σε δεκάδες άλλους αστέρες της τέχνης και της διανόησης συμμετείχαν στην βραδυά. Οι επτά καμβάδες-τρεις Manets, δύο Cézannes, ένας Van Gogh, ένας Renoir, καθένας από αυτούς ένα αριστούργημα-έκανε £781.000, τότε το υψηλότερο ποσό που είχε πληρωθεί σε μεμωνομένο έργο σε δημοπρασία. Η πώληση Goldschmidt έφερε τις δημοπρασίες τέχνης στο προσκήνιο και τις εγκαθίδρυσε ως show business events, επηρέαζοντας καίρια στην διαμόρφωση του "χρηματιστηρίου" της σύγχρονης τέχνης, του μηχανισμού δηλαδή με τον οποίο αποτιμώνται τα έργα τέχνης στις διεθνείς πωλήσεις.
Τα νεανικά του χρόνια υπήρξαν τουλάχιστον ποικίλα. Σπούδασε στο Eton και στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης. Μεταξύ των πρώτων του καθηκόντων, εργάστηκε σε ψυχιατρικό νοσοκομείο και σε ένα νυχτερινό κέντρο διασκέδασης. Για μικρά χρονικά διαστήματα δίδαξε Λατινικά, ενώ υπηρέτησε ως προσωπικός βοηθός στον βρετανό κυβερνήτη της Κένυας.
Πήγε στη δουλειά του στο Sotheby's το 1957, και έγινε βοηθός του Peter Wilson, του προέδρου του, ο οποίος το 1960 τον έκανε τον πρώτο εκπρόσωπο της πλήρους απασχόλησης της εταιρείας στη Νέα Υόρκη. Δημιούργησε γραφεία στο κτίριο Corning Glass, έναν νέο πύργο στην 5η Λεωφόρο. Η εξαγορά της Parke-Bernet έδωσε στην εταιρεία (η οποία διατήρησε το όνομα Parke-Bernet) μια αίθουσα πωλήσεων στη Νέα Υόρκη. Από εκεί, ο Pollen επέκτεινε την επιχείρηση, ανοίγοντας μια γκαλερί παρουσίασης στο Χιούστον, ένα γραφείο στο Ντένβερ και το 1968 ένα πωλητήριο στην αγορά της Νέας Υόρκης. Ο κ. Pollen αποχώρησε από τη Νέα Υόρκη το 1972 και επέστρεψε στην Αγγλία για να γίνει αντιπρόεδρος της Sotheby's. Αποσύρθηκε το 1982.
Παντρεύτηκε την Patricia Helen Barry το 1958. Το ζευγάρι είχε τρία παιδιά, τη Bella, τη Susannah και τον Marcus, προτού διαζυγίσει το 1972. Πριν ξαναπαντρευτεί έξι χρόνια αργότερα, ο κ. Pollen είχε δύο παιδιά με την Amanda Willis, τον Josh και τον Lally. Η σύζυγός του πέθανε το 2016. Εκτός από τα πέντε παιδιά του, οι απογονοι του περιλαμβάνουν 11 εγγόνια.
Ο Peregrine Michael Hungerford Pollen, οπως ήταν το πλήρες όνομα του, ήταν ένας άγγλος δημοπράτης της περασμένης γενιάς, ο οποίος ήταν επικεφαλής της Parke-Bernet στη δεκαετία του 1960, η οποία εξαγοράστηκε από την Sotheby's. Ήταν γνωστός για τη διεύρυνση της δημοπρασίας στη Βόρεια Αμερική. Η κορύφωση της καριέρας του όμως βρίσκεται αλλού, και είναι αυτή που άλλαξε για πάντα την διεθνή αγορά της τέχνης.
Στις 15 Οκτωβρίου 1958 o Peregrine Pollen ήταν στο Sotheby's του Λονδίνου μόλις 11 μήνες - εργάστηκε πρώτα στο τμήμα Old Master και έπειτα ως βοηθός του χαρισματικού προέδρου του Peter Williams - όταν η εταιρία έστησε μια εποικοδομητική πώληση, και σύγχρονα έργα ζωγραφικής από τη συλλογή του αείμνηστου τραπεζίτη της Νέας Υόρκης Harold Goldschmidt. Η αστυνομία έπρεπε να συγκρατήσει τα πλήθη στη New Bond Street, καθώς οι ηθοποιοί Kirk Douglas και Anthony Quinn, η αστέρας του μπαλέτου Margot Fonteyn και ο συγγραφέας Somerset Maugham ανάμεσα σε δεκάδες άλλους αστέρες της τέχνης και της διανόησης συμμετείχαν στην βραδυά. Οι επτά καμβάδες-τρεις Manets, δύο Cézannes, ένας Van Gogh, ένας Renoir, καθένας από αυτούς ένα αριστούργημα-έκανε £781.000, τότε το υψηλότερο ποσό που είχε πληρωθεί σε μεμωνομένο έργο σε δημοπρασία. Η πώληση Goldschmidt έφερε τις δημοπρασίες τέχνης στο προσκήνιο και τις εγκαθίδρυσε ως show business events, επηρέαζοντας καίρια στην διαμόρφωση του "χρηματιστηρίου" της σύγχρονης τέχνης, του μηχανισμού δηλαδή με τον οποίο αποτιμώνται τα έργα τέχνης στις διεθνείς πωλήσεις.
Τα νεανικά του χρόνια υπήρξαν τουλάχιστον ποικίλα. Σπούδασε στο Eton και στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης. Μεταξύ των πρώτων του καθηκόντων, εργάστηκε σε ψυχιατρικό νοσοκομείο και σε ένα νυχτερινό κέντρο διασκέδασης. Για μικρά χρονικά διαστήματα δίδαξε Λατινικά, ενώ υπηρέτησε ως προσωπικός βοηθός στον βρετανό κυβερνήτη της Κένυας.
Πήγε στη δουλειά του στο Sotheby's το 1957, και έγινε βοηθός του Peter Wilson, του προέδρου του, ο οποίος το 1960 τον έκανε τον πρώτο εκπρόσωπο της πλήρους απασχόλησης της εταιρείας στη Νέα Υόρκη. Δημιούργησε γραφεία στο κτίριο Corning Glass, έναν νέο πύργο στην 5η Λεωφόρο. Η εξαγορά της Parke-Bernet έδωσε στην εταιρεία (η οποία διατήρησε το όνομα Parke-Bernet) μια αίθουσα πωλήσεων στη Νέα Υόρκη. Από εκεί, ο Pollen επέκτεινε την επιχείρηση, ανοίγοντας μια γκαλερί παρουσίασης στο Χιούστον, ένα γραφείο στο Ντένβερ και το 1968 ένα πωλητήριο στην αγορά της Νέας Υόρκης. Ο κ. Pollen αποχώρησε από τη Νέα Υόρκη το 1972 και επέστρεψε στην Αγγλία για να γίνει αντιπρόεδρος της Sotheby's. Αποσύρθηκε το 1982.
Παντρεύτηκε την Patricia Helen Barry το 1958. Το ζευγάρι είχε τρία παιδιά, τη Bella, τη Susannah και τον Marcus, προτού διαζυγίσει το 1972. Πριν ξαναπαντρευτεί έξι χρόνια αργότερα, ο κ. Pollen είχε δύο παιδιά με την Amanda Willis, τον Josh και τον Lally. Η σύζυγός του πέθανε το 2016. Εκτός από τα πέντε παιδιά του, οι απογονοι του περιλαμβάνουν 11 εγγόνια.