Ο χώρος είναι σκεπασμένος από το 1987 με υφασμάτινο υπόστεγο που αφήνει έναν εξωπραγματικό φωτισμό να πέφτει πάνω στα αρχιτεκτονικά μέλη |
Σύμφωνα με τον προγραμματισμό του υπουργείου, το στέγαστρο θα απομακρυνθεί μόλις ολοκληρωθούν οι απαραίτητες επεμβάσεις |
Στην σκέψη των αρχαίων Ελλήνων ο θεός Απόλλωνας ήταν, εκτός από μια προσωποποίηση του Ήλιου και του φωτός, και μια σκοτεινή και εκδικητική θεότητα. Αυτό, στον σημερινό αναγνώστη, ακούγεται αντιφατικό και δυσερμήνευτο. Στην σκέψη όμως των αρχαίων δεν υπήρχε αντίφαση. Οι θεοί ήταν ναι μεν ευεργέτες των ανθρώπων, αλλά, ήταν και σκληροί τιμωροί όταν οι άνθρωποι έπρατταν την ύβρη. Οι θεϊκές τιμωρίες επέφεραν την κάθαρση της ύβρεως και τελικά την κοσμική ισορροπία του σύμπαντος. Οι αρχαίοι Έλληνες, λοιπόν, απέδιδαν τις επιδημίες στον θεό Απόλλωνα. Για τους αρχαίους Έλληνες, οι λοιμοί και οι λιμοί, ήταν πάντοτε τιμωρητικές πράξεις του θεού Απόλλωνα. Κατά πολλούς ειδικούς στην αρχαία ελληνική θρησκεία η λέξη "Απόλλων" προέρχεται από το ρήμα "απόλλυμι" που σημαίνει σκοτώνω/καταστρέφω, και άρα, το "Απόλλων" σημαίνει… "αυτός που σκοτώνει και καταστρέφει". Στην άποψη αυτή συνηγορεί και ο Όμηρος, ο οποίος μας αναφέρει (στην Ιλιάδα, Α' ραψωδία, στοίχοι 11 και 430) το περιστατικό κατά το οποίο ο ιερέας του Απόλλωνα, Χρύσης, παρακαλεί τον Θεό να τιμωρήσει τους Αχαιούς με επιδημία θανάτου επειδή ο Αγαμέμνονας δεν του δίνει πίσω την κόρη του την Χρυσηίδα.
Οι απλές δωρικές γραμμές του ναού, κάνουν τις φυσικές ριγματώσεις του ασβεστόλιθου να χορεύουν πάνω στους στύλους |
Το 420 π.Χ., λοιπόν, οι Φιγαλείς έκαναν τάμα στον Απόλλωνα να σταματήσει την επιδημία πανώλης και η επιδημία σταμάτησε. Στην επιστήμη της θρησκειολογίας αυτό το φαινόμενο των ταμάτων και των θυσιών λογίζεται ως μια πράξη συναλλαγής με τον Θεό (Do ut des- σου δίνω για να μου δώσεις), στην προκειμένη περίπτωση, σου δίνουμε έναν ναό, και σταματάς να μας σκοτώνεις. Κάπως έτσι λειτουργούσε το φαινόμενο των αφιερωμάτων και ταμάτων στον αρχαίο κόσμο και εν πολλοίς και στον δικό μας, σύγχρονο, χριστιανικό κόσμο.
Ο ναός δεν έχει σε καμία περίπτωση την χλιδή και το μεγάλο μέγεθος του Παρθενώνα (69,5 × 30,9 μ.). Άλλωστε οι Φιγαλείς δεν ήταν η παντοδύναμη Αθήνα του Περικλή, με τα τεράστια χρηματικά ποσά του ταμείου της Δήλου, γι’ αυτό, ο ναός του Απόλλωνα έχει πολύ μικρότερο μέγεθος απ τον Παρθενώνα, περίπου το 1/4 του εμβαδού του Παρθενώνα (39,87 × 16,13 μέτρα) και είναι κατασκευασμένος από φθηνότερο υλικό, από τοπικό ασβεστόλιθο, και όχι από πεντελικό μάρμαρο όπως ο Παρθενώνας. Ο ναός του Επικούριου Απόλλωνα είναι στην πραγματικότητα ένα αρχαιοελληνικό ξωκλήσι, με πιο ανθρώπινες διαστάσεις, απλές δωρικές γραμμές, που κάνουν τις φυσικές ριγματώσεις του ασβεστόλιθου να χορεύουν πάνω στους στύλους. Ο χώρος είναι σκεπασμένος από το 1987 με υφασμάτινο υπόστεγο που αφήνει έναν εξωπραγματικό φωτισμό να πέφτει πάνω στα αρχιτεκτονικά μέλη, αναδεικνύοντας παραδόξως τις χρωματικές ποιότητες της πέτρας.
Ο ναός ξεχωρίζει από τους υπολοίπους κλασικούς ναούς της αρχαιότητας γιατί δεν έχει ανατολικομεσημβρινό προσανατολισμό αλλά είναι κατασκευασμένος με διεύθυνση από βορρά προς νότο. Ήταν σύνηθες σε όλους τους λαούς της Μεσογείου να κατασκευάζουν τους ναούς των θεών τους προσανατολισμένους έτσι που να κοιτάνε την ανατολή (περίπου). Οι αιγυπτιακοί ναοί, οι φοινικικοί, οι ελληνικοί ναοί και ο ναός του Σολομώντα, ήταν προσανατολισμένοι έτσι που η είσοδός τους να βρίσκεται στην ανατολή, και άρα το ιερό άγαλμα του θεού να κοιτάζει την ανατολή, ενώ ο ναός του Επικούριου Απόλλωνα, είναι προσανατολισμένος προς τον βορρά. Έχουν προταθεί διάφοροι λόγοι για να ερμηνεύσουν το φαινόμενο. Κάποιοι υποστήριξαν ότι ο ναός κοιτάει προς την μυθική χώρα των Υπερβόρειων όπου κατοικούσε ο Απόλλωνας τον χειμώνα, άλλοι πρότειναν ότι ο ναός κοιτάει προς τους Δελφούς, το μεγάλο ιερό του Απόλλωνα. Το πιθανότερο όμως είναι ότι ο ναός ακολουθεί μια ιδιαίτερη παράδοση των Αρκάδων, μιας και άλλοι ναοί της περιοχής, που δεν είναι αφιερωμένοι στον Απόλλωνα, φέρουν ίδιο προσανατολισμό, χωρίς να μπορεί ακόμα να προταθεί μια πειστική εξήγηση για το φαινόμενο.
Ο ναός συντηρείται και αναστηλώνεται συνεχώς, από το 1902 μέχρι σήμερα, με εντυπωσιακά αποτελέσματα. Άλλωστε είναι το πρώτο ελληνικό Μνημείο Παγκόσμιας Κληρονομιάς της UNESCO που αναγνωρίστηκε ως τέτοιο. Οι ανάγκες της αναστήλωσης και συντήρησης επέβαλαν τη μόνιμη κάλυψη του ναού με στέγαστρο, ήδη από το 1987. Σύμφωνα με τον προγραμματισμό του υπουργείου, το στέγαστρο θα απομακρυνθεί μόλις ολοκληρωθούν οι απαραίτητες επεμβάσεις.