Σάββατο 23 Ιουλίου 2016 - Τη γνώρισα ένα συννεφιασμένο απόγευμα, πάνω στη μαύρη άμμο. Θα έπαιρνα όρκο πως αυτή με πλησίασε, κι ας λένε οι γνωστικοί ότι απέφευγε τους πάντες. Μικρή εγκρέτα, τη φωνάζανε. Είχε πτέρωμα λευκό-κατάλευκο- και μάτια γαλαζοπράσινα. Σπάνια πετούσε μακριά από τον κόλπο και σύχναζε πάντα σε ξερόκλαδα που επέπλεαν, σα να προτιμούσε να τη παρασέρνει το κύμα παρά να πετάει. Κι ας τη γυρνοβολούσαν τα άλλα πουλιά, κι ας τη καλούσαν να πετάει μαζί τους, αυτή πάντα γυρνούσε εκεί και στεκόταν περήφανη πάνω στα κούτσουρα.
Εκείνο το βράδυ, ήρθε και κούρνιασε πλάι μου. Την πρώτη φορά δεν έδωσα σημασία, φυσούσε κρύος βοριάς και η υγρασία τρυπούσε τα κόκαλα, βρήκε και η μικρή εγκρέτα καταφύγιο δίπλα στον αγκώνα μου. Έτσι σκοτεινά που ήταν, κανείς δεν είχε δει το παράξενο θέαμα. Μα την επόμενη μέρα, η κατασπρη εγκρέτα με πλησίασε ξανά. Και τη μεθεπόμενη. Έγινε έτσι μια τελετουργία, καθόμασταν η μια δίπλα στην άλλη, χωρίς να μιλάμε, κοιτούσαμε μόνο τον ορίζοντα και τα κύματα, καθεμιά στον δικό της κόσμο.
Φίλοι και γνωστοί άρχισαν να ρωτούν, τι κάνω τα βράδια. Που χάνομαι. Άλλοι πάλι λέγανε πως με είδανε να αγναντεύω τα κύματα παρέα με μια μικρή εγκρέτα. Εγώ ποτέ δεν το αρνήθηκα μα λίγοι μόνο με πιστέψανε. Κανείς δε θέλησε να το επιβεβαιώσει. Όταν υπήρχε στην αμμουδιά κόσμος πολύς η μικρή εγκρέτα ποτέ δεν πλησίαζε, μα κοιτούσε επίμονα από μακριά σα να επιβεβαιώνει το κοινό μας μυστικό. Οι μέρες περνούσαν και η μικρή αυτή συνήθεια έγινε μέρος της καθημερινότητας.
Μια μέρα η μικρή εγκρέτα έγινε άφαντη. Πέρασαν βδομάδες που δεν την είδα, μα δεν ανησύχησα. Μια εγκρέτα πρέπει να είναι ελεύθερη να πετά, κι ας τη συνήθισα εγώ να πλέει στα κύματα και να κουρνιάζει στη ζεστή μαύρη άμμο. Ήταν ένα ηλιόλουστο πρωινό, που είδα τη φιγούρα της από μακριά να τσιμπολογάει εκεί που σκάει το κύμα. Χαρούμενη όπως ήμουν πλησίασα, μα δε με άκουσε κι όταν έφτασα κοντά της πέταξε μακριά τρομαγμένη. Από τότε τη βλέπω κάθε μέρα, μα ποτέ ξανά δε κατάφερα να τη πλησιάσω. Καμιά φορά μένουμε να κοιτάμε η μια την άλλη από μακριά, χωρίς να μιλάμε, καθεμιά στο δικό της κόσμο. Δυο κόσμοι παράλληλοι, που ποτέ δε κατάλαβα αν όντως διασταυρωθήκαν ή αν έτσι όλα τα φαντάστηκα, ότι είχα για παρέα μια μικρή κατάλευκη εγκρέτα με μάτια γαλαζοπράσινα, και ρεμβάζαμε μαζί καθισμένες πάνω στη ψιλή ηφαιστειακή, μαύρη άμμο.