Δευτέρα 9 Νοεμβρίου 2015 - "Το νεοκλασικό με το αρχαιοελληνικό όνομα “Εκάβη”, άναβε διακριτικά μέσα σε ένα λούμπεν στενό όπισθεν ενός μεγαλοξενοδοχείου για μεσοαστούς χρηματιστές τουρίστες με φιμέ τζάμια και λίγα μόλις στενά από τα πρώην κολαστήρια της Μπουμπουλίνας, έτσι ώστε οι προοδευτικοί θαμώνες να αισθάνονται μια κάποια επαφή με κείνα τα κιτρινόμαυρα χρόνια των παλαιών κυνηγητών.
Το "σπίτι της τέχνης" στέκονταν ιστορικό και μετριοπαθές και περίμενε την άκαρδη αλλά καλλιεργημένη πελατεία του.
“Έχει και φωτάκι απέξω;” θα ρώταγε περιπαιχτικά αν μ' άκουγε να μιλάω για αυτό ο Γιάννης Αργύρης. Ο Πρωτομάστορας όλων αυτών των οίκων ποιοτικής υποτίθεται ψυχαγωγίας για αντιστασιακούς, με μεγάλη λαχτάρα για το ¨πότε θα κάνει ξαστεριά¨ και το το κρυφό υπονοούμενο στο βάθος, να ξεφτίζει όσο πάει.
“Για να πάρεις μια ιδέα τι είδους μαγαζιά προτιμώ", είπε καμαρώνοντας για το γούστο της η σκηνοθέτις ενός βραβευμένου ντοκιμαντέρ που έτυχε να συνοδεύω απόψε λες και εσύ ερχόσουν από καμιά παραποτάμια περιοχή με καλύβες, και εγώ χαμογέλασα ξέροντας απ' τα πριν το είδος των μορφωμένων πανεπιστημιακών με φασόν αγάπη στο Μπωντλαίρ και τον Χατζηδάκι, που θα χα να αντιμετωπίσω κι απόψε.
Τώρα αν με ρωτήσετε τι γύρευε ένας τύπος σα και του λόγου μου, σε ένα τόσο ¨μη μου άπτου¨ περιβάλλον, θα σας έλεγα πως ¨ήμουν ένα ορφανό της τέχνης που οποιαδήποτε βοήθεια απο “ ανθρώπους του χώρου” μου ήταν χρήσιμη¨. Ο ιδιοκτήτης ένας καπάτσος επτανήσιος. είχε δώσει μάλιστα αυτή την ονομασία απο αρχαιοελληνική τραγωδία, για να προσδώσει σ αυτό το μπιστρό πολυτελείας, επιπλέον “δραματικό κύρος.”
Η σάλα του “Εκάβη” ήταν μια στριμόκωλη αίθουσα με εξωφρενικές τιμές καταλόγου και τα τραπέζια δίπλα, δίπλα για να σου αυξάνει την αίσθηση της “παρεΐστικης” ατμόσφαιρας, υποτίθεται. Η σκηνοθέτις του βραβευμένου ντοκιμαντέρ “το δεξί πλευρό του Επίκτητου” το θεωρούσε πολύ προχωρημένο στέκι. Μια μελαγχολία παρωχημένης αριστερής αντίληψης με χτύπησε χαζεύοντας λίγο τη διαρρύθμιση. Όλα τα μεταπολεμικά σύμβολα του “πολιτισμού της παρακμής” ήταν εκεί διάσπαρτα σε εμφανή σημεία για να μας κάνει γνωστές ο ιδιοκτήτης τις ποιοτικές του καταβολές. Ανήκε στη θαυμαστή εκείνη κατηγορία εκείνων που είχαν πιστέψει το παραμύθι τους, ότι δηλαδή δεν διηύθυναν ένα απλό φαγάδικο για χοντρά πορτοφόλια, αλλά το στέκι τους, προωθούσε τον πολιτισμό και την ανθρώπινη επικοινωνία. Αφού καθίσαμε μας έφεραν μια μεταλλική κανάτα με νερό και ένα καλαθάκι με ψωμάκια διαφόρων ειδών. Μόλις η σκηνοθέτις παρατήρησε πως ανάμεσα στους άρτους υπήρχαν και δυο φέτες σίκαλης, ταράχτηκε.
“Δεσποινίς” φώναξε στην πρόσχαρη καστανούλα του μαγαζιού. “Μόνο λευκό πολυτελείας, παρακαλώ”. Βλέποντας αυτό έκανα τη σκέψη οτι, πρέπει να 'χε περάσει μεγάλες φτώχειες στα μικράτα της για να μη θέλει να βλέπει τώρα μαύρο ψωμί, ούτε ζωγραφιστό.
Η σκηνοθέτις παρήγγειλε πάπια Πεκίνου με σάλτσα από κρασί, ψητό κατσικίσιο τυρί με μαρμελάδα μύρτιλου και σαλάτα εποχής. Στο τραπέζι μας κάθονταν κι άλλοι δυο. Ένας άνεργος μηχανικός ήχου, γνωστός της από τη δεκαετία του ΄80 και ένας φαλακρός άσημος σκηνοθέτης του θεάτρου που σκόπευε να ανεβάσει έναν μονόλογο για τον “Lantry” το διαβόητο δολοφόνο μοναχικών γυναικών στη Γαλλία του 1ου Παγκόσμιου πολέμου. Όπως βλέπετε δίπλα μου είχα το πραγματικό underground αυτοπροσώπως, ο,τιδήποτε άλλο ήθελε να λέγεται έτσι δεν ήταν παρά θλιβερή απομίμηση.
“Δεν έχεις ξαναφάει τέτοια πράγματα”, είπε σίγουρη ακόμα για το ιθαγενές της ταυτότητος σου και εγώ χαμογέλασα σερβίροντας στον εαυτό μου πρώτα ένα ποτήρι κρασί, για την επιβεβαιώσω ότι οι τρόποι μου ήταν πάνω κάτω αυτοί που περίμενε. Έριξα μια ματιά στον κατάλογο με τις τιμές και ήταν όντως τσουχτερές. Για πρώην οπαδός του φοιτητικού κινήματος, ο ιδιοκτήτης, παραέδινε σημασία στο κέρδος.
Αμέσως μετά την αποκατάσταση της αριστοκρατίας μέσω του λευκού ψωμιού, στο τραπέζι, ήρθε και ο αναπληρωματικός πιανίστας που έπαιζε εκεί, όταν δε ευκαιρούσε ο κανονικός. Κάθισε στο άνετο σκαμνί του και άρχισε να χαιδεύει τα πλήκτρα παίζοντας κάτι γλυκανάλατα του Χατζηδάκι όπως τη “μικρή Ραλλού” και την “Αθανασία” . (Είχε και ο Γκάτσος τις αστοχίες του). Τον χάζεψα λίγο όπως πάσχιζε να προσδώσει στα τραγούδια τον ιδιαίτερο σεβασμό και το δέος που πίστευε ότι τους άξιζαν, αδειάζοντας τα τελείως από έκφραση όμως. Αισθάνονταν λίγο πιο επίσημος απ όσο καλούσε η περίσταση.
“Πως σας φαίνεται ο ψυχαγωγός”, ρώτησα την Σκηνοθέτιδα που έπληττε κι αυτή με το τραγούδι του.
“Πολύ νερόβραστος. Δε μ' αρέσει. Δε μας έχει αρκετά χεσμένους”.
“Συμφωνώ”. Τίποτα πιο βαρετό από γεννημένους υπηρέτες που τελευταία στιγμή άλλαξαν γνώμη κι αποφάσισαν να μάθουν πιάνο.
Το μέρος είχε υπάρξει γρουσούζικη αφετηρία πολλών αβάσταχτα χαραμισμένων μουσικών. Πλανιόταν σαν θρύλος απο πάνω μας, η ιστορία μιας πολύ ταλαντούχας πιανίστριας που παρά το ότι χάρισε σε τούτη τη σάλα κάτι απ την κατοπινή αίγλη της, αφέθηκε να πεθάνει ολομόναχη, χωρίς κανέναν πλάι της, πριν δέκα χρόνια, απο εκφυλιστική νόσο. Αυτή ήταν η πληροφορία που ανάδιναν όλοι αυτοί η χώροι "φιλικής” υποτίθεται "ατμόσφαιρας” μετά μουσικής.
΄
Ότι εδώ οι ανταγωνισμοί και οι εκθρονίσεις χωρίς την παραμικρή δικαίωση, εκεί που ήσουν το αστέρι του καταστήματος για κάποιο φεγγάρι , έδιναν και έπαιρναν, περισσότερο απ' ότι στις μεγάλες πίστες.
Ο ιδιοκτήτης του”Εκάβη”, με το δικαίωμα που του παρείχε το γεγονός ότι ήταν το αφεντικό εκεί μέσα, πήγε στο μικρόφωνο και χωρίς να ρωτήσει κανέναν μας, άρχισε να ερμηνεύει με κατάνυξη και αχρείαστη γενναιότητα, μια κάποτε παράνομη απ' τη χούντα, επιτυχία του Μαρκόπουλου. Μα δεν βρίσκονταν κάποιος να τους πει πόσο δε σήμαιναν τίποτα πια από πολιτικής άποψης, αυτά τα τραγούδια. Το πάθος δε που συνόδευε αυτή την ούτως η άλλως υπέρ ενισχυμένη από την κονσόλα, φωνή του, ήταν μια σκέτη δοκιμασία για την ακοή. Έφερε με πεποίθηση, το τραύμα του παραγνωρισμένου τραγουδιστή.
Σε ορισμένους αθεράπευτα ερασιτέχνες, έβρισκα, ότι θα ΄πρεπε να 'χε γίνει η χάρη στα νιάτα τους και να τους κάνουν ένα δίσκο, αλλιώς αυτή η φριχτή αίσθηση του "χαραμισμένου ταλέντου" φωλιάζει μέσα τους και ξεσπάει αργότερα όπου βρει.
Δύο τραπέζια επιφανών του θεάτρου άδειασαν μάνι, μάνι λίγο πριν ο επίδοξος ερμηνευτής φθάσει στα μισά της ¨Ξαστεριάς”. Έπειτα, μόλις όλα έδειχναν ότι θα υπήρχε και δεύτερο άσμα, μια μεγάλη παρέα δικηγόρων παρ αρείω πάγω, άρχισαν να κουμπώνουν τα πανωφόρια τους για ¨να του δίνουν¨ κι αυτοί με τη σειρά τους.
Η φωνή του ιδιοκτήτη, ήταν ένα μπάσο και θαμπό πράμα. Μια ακαθόριστη χροιά στο σύνολο της με νεοκυματικά κατάλοιπα που προσπαθούσε να ακουστεί σοβαρή και από λάθος “μη καταξιωμένη” .
Ο αφεντικός, παρότι το βρήκε ασεβές να σηκωθούν κάποιοι και να φύγουν τη στιγμή που “τα 'δινε όλα”, εν τούτοις, δεν πτοήθηκε ιδιαίτερα και συνέχισε να παίρνει τα αυτιά όσων συνέχιζαν να παρίστανται. Ήταν σχεδόν κόντρα στα επιχειρηματικά του συμφέροντα, να στέκεται ακόμα πίσω απο κείνο το μικρόφωνο, αλλά η ματαιοδοξία καθώς και μια ύπουλη αίσθηση ότι η μοίρα είχε κακοδικίσει στην περίπτωση του, δεν τον άφηναν να μας αποδεσμεύσει.
Κοίταξα την εναπομείνασα πελατεία που είχε σπεύσει απόψε να κλείσει τραπέζι εκεί και σκέφτηκα "Η αστική τάξη” που στέκεται στο ενδιάμεσο μεταξύ πληβείων και αυτών που “δε ξέρουν τι έχουν”. (Και για να εξηγούμαι, την τάξη δεν την καθορίζει το πόσα πιάνει κανείς όποτε χώνει το χέρι στην τσέπη του, αλλά το πως επιλέγει να φερθεί βάσει, και όχι πέραν, αυτού). Παρότι διαθέτουν λοιπόν, τα τυπικά προσόντα εν τούτοις, χαρακτηρίζονται από κάμποση ατολμία σε ότι έχει να κάνει με το κριτήριο τους στις τέχνες και την πολιτική. Σα να μην είναι σε θέση να ξεχωρίσουν από μόνοι τους ένα ρουμπίνι από μια καλά παλαιωμένη κουράδα, περιμένουν κάποιο μεσάζοντα με ταλέντο κονφερασιέ , της φυλής τους, να σε φέρει κάποια στιγμή μπροστά τους και να σε διαφημίσει σαν εξαιρετικό προϊόν, στη γλώσσα που μονάχα εκείνοι καταλαβαίνουν. Μια γλώσσα λόγια, που κολακεύει την παροιμιώδη τους άγνοια για τις πραγματικά σκοτεινές περιοχές όπου παράγονται τα έργα των κλασσικών που θα δεις κάθε φορά να επικαλούνται και την κοινωνική τους θέση, που όπως είπαμε βρίσκεται παρά τω μηδέν και το άπειρο και που δεν τους κάνει στιγμή να αμφιβάλλουν για τη κραταιότητα της.
Παρατήρησα τα ανδρόγυνα που διασκέδαζαν απ τα τραπέζια τους, σιγοτραγουδώντας σαν μαθήτριες του ωδείου τα κάποτε απηγορευμένα άσματα του Θεοδωράκη. Οι άντρες είχαν την κοινωνική τους θέση να τους επιβεβαιώνει και μια σύζυγο υψηλών προδιαγραφών, όπως θα πρεπε να 'ναι η “συζυγος” για τον καθέναν μας. Ψηλή ξερακιανή με παγερή έκφραση καλοθρεμμένης βορειοευρωπαίας, γεμάτη απο την επίγνωση της ανατομικής της υπεροχής, που με τόση εξωτερική εντέλεια δεν ήταν δύσκολο να διατηρεί το μυστήριο της.
Στα μάτια του συζύγου πάλι έβλεπες τον ενδόμυχο φόβο μη κάποια μέρα εκεί που όλα πήγαιναν μια χαρά στις δουλειές του, βάραγε φαλημέντο και πως θα ανακοίνωνε μετά σ αυτή τη μαθημένη να ζει στα πούπουλα την καινούρια αυτή συνθήκη. Οι φουκαράδες. Δε θα άντεχαν να ανακαλύψουν μια μέρα ότι το “φως των ματιών τους” δεν επρόκειτο να τους ρίξει δεύτερη ματιά αν έκαναν πως την πλησίαζαν ως ταπεινοί λαχειοπώλες.
Ύστερα απ αυτή την δαιδαλώδη και νοσηρή σκέψη, σηκώθηκα, πήγα ως τις περιποιημένες τουαλέτες του μαγαζιού, που ΄λεγες πως κανείς δεν τις είχε χρησιμοποιήσει πότε για άλλο λόγο πέρα απ το να πλύνει τα χέρια του. Με χάζεψα λίγο στον καθρέφτη και κάλεσα στο τηλέφωνο όποια δύστυχη απ το παρελθόν ήξερα και δε θα ΄λεγε όχι να μου κάνει μια κατ οίκον επίσκεψη σε μια ώρα από τώρα.
Το "σπίτι της τέχνης" στέκονταν ιστορικό και μετριοπαθές και περίμενε την άκαρδη αλλά καλλιεργημένη πελατεία του.
“Έχει και φωτάκι απέξω;” θα ρώταγε περιπαιχτικά αν μ' άκουγε να μιλάω για αυτό ο Γιάννης Αργύρης. Ο Πρωτομάστορας όλων αυτών των οίκων ποιοτικής υποτίθεται ψυχαγωγίας για αντιστασιακούς, με μεγάλη λαχτάρα για το ¨πότε θα κάνει ξαστεριά¨ και το το κρυφό υπονοούμενο στο βάθος, να ξεφτίζει όσο πάει.
“Για να πάρεις μια ιδέα τι είδους μαγαζιά προτιμώ", είπε καμαρώνοντας για το γούστο της η σκηνοθέτις ενός βραβευμένου ντοκιμαντέρ που έτυχε να συνοδεύω απόψε λες και εσύ ερχόσουν από καμιά παραποτάμια περιοχή με καλύβες, και εγώ χαμογέλασα ξέροντας απ' τα πριν το είδος των μορφωμένων πανεπιστημιακών με φασόν αγάπη στο Μπωντλαίρ και τον Χατζηδάκι, που θα χα να αντιμετωπίσω κι απόψε.
Τώρα αν με ρωτήσετε τι γύρευε ένας τύπος σα και του λόγου μου, σε ένα τόσο ¨μη μου άπτου¨ περιβάλλον, θα σας έλεγα πως ¨ήμουν ένα ορφανό της τέχνης που οποιαδήποτε βοήθεια απο “ ανθρώπους του χώρου” μου ήταν χρήσιμη¨. Ο ιδιοκτήτης ένας καπάτσος επτανήσιος. είχε δώσει μάλιστα αυτή την ονομασία απο αρχαιοελληνική τραγωδία, για να προσδώσει σ αυτό το μπιστρό πολυτελείας, επιπλέον “δραματικό κύρος.”
Η σάλα του “Εκάβη” ήταν μια στριμόκωλη αίθουσα με εξωφρενικές τιμές καταλόγου και τα τραπέζια δίπλα, δίπλα για να σου αυξάνει την αίσθηση της “παρεΐστικης” ατμόσφαιρας, υποτίθεται. Η σκηνοθέτις του βραβευμένου ντοκιμαντέρ “το δεξί πλευρό του Επίκτητου” το θεωρούσε πολύ προχωρημένο στέκι. Μια μελαγχολία παρωχημένης αριστερής αντίληψης με χτύπησε χαζεύοντας λίγο τη διαρρύθμιση. Όλα τα μεταπολεμικά σύμβολα του “πολιτισμού της παρακμής” ήταν εκεί διάσπαρτα σε εμφανή σημεία για να μας κάνει γνωστές ο ιδιοκτήτης τις ποιοτικές του καταβολές. Ανήκε στη θαυμαστή εκείνη κατηγορία εκείνων που είχαν πιστέψει το παραμύθι τους, ότι δηλαδή δεν διηύθυναν ένα απλό φαγάδικο για χοντρά πορτοφόλια, αλλά το στέκι τους, προωθούσε τον πολιτισμό και την ανθρώπινη επικοινωνία. Αφού καθίσαμε μας έφεραν μια μεταλλική κανάτα με νερό και ένα καλαθάκι με ψωμάκια διαφόρων ειδών. Μόλις η σκηνοθέτις παρατήρησε πως ανάμεσα στους άρτους υπήρχαν και δυο φέτες σίκαλης, ταράχτηκε.
“Δεσποινίς” φώναξε στην πρόσχαρη καστανούλα του μαγαζιού. “Μόνο λευκό πολυτελείας, παρακαλώ”. Βλέποντας αυτό έκανα τη σκέψη οτι, πρέπει να 'χε περάσει μεγάλες φτώχειες στα μικράτα της για να μη θέλει να βλέπει τώρα μαύρο ψωμί, ούτε ζωγραφιστό.
Η σκηνοθέτις παρήγγειλε πάπια Πεκίνου με σάλτσα από κρασί, ψητό κατσικίσιο τυρί με μαρμελάδα μύρτιλου και σαλάτα εποχής. Στο τραπέζι μας κάθονταν κι άλλοι δυο. Ένας άνεργος μηχανικός ήχου, γνωστός της από τη δεκαετία του ΄80 και ένας φαλακρός άσημος σκηνοθέτης του θεάτρου που σκόπευε να ανεβάσει έναν μονόλογο για τον “Lantry” το διαβόητο δολοφόνο μοναχικών γυναικών στη Γαλλία του 1ου Παγκόσμιου πολέμου. Όπως βλέπετε δίπλα μου είχα το πραγματικό underground αυτοπροσώπως, ο,τιδήποτε άλλο ήθελε να λέγεται έτσι δεν ήταν παρά θλιβερή απομίμηση.
“Δεν έχεις ξαναφάει τέτοια πράγματα”, είπε σίγουρη ακόμα για το ιθαγενές της ταυτότητος σου και εγώ χαμογέλασα σερβίροντας στον εαυτό μου πρώτα ένα ποτήρι κρασί, για την επιβεβαιώσω ότι οι τρόποι μου ήταν πάνω κάτω αυτοί που περίμενε. Έριξα μια ματιά στον κατάλογο με τις τιμές και ήταν όντως τσουχτερές. Για πρώην οπαδός του φοιτητικού κινήματος, ο ιδιοκτήτης, παραέδινε σημασία στο κέρδος.
Αμέσως μετά την αποκατάσταση της αριστοκρατίας μέσω του λευκού ψωμιού, στο τραπέζι, ήρθε και ο αναπληρωματικός πιανίστας που έπαιζε εκεί, όταν δε ευκαιρούσε ο κανονικός. Κάθισε στο άνετο σκαμνί του και άρχισε να χαιδεύει τα πλήκτρα παίζοντας κάτι γλυκανάλατα του Χατζηδάκι όπως τη “μικρή Ραλλού” και την “Αθανασία” . (Είχε και ο Γκάτσος τις αστοχίες του). Τον χάζεψα λίγο όπως πάσχιζε να προσδώσει στα τραγούδια τον ιδιαίτερο σεβασμό και το δέος που πίστευε ότι τους άξιζαν, αδειάζοντας τα τελείως από έκφραση όμως. Αισθάνονταν λίγο πιο επίσημος απ όσο καλούσε η περίσταση.
“Πως σας φαίνεται ο ψυχαγωγός”, ρώτησα την Σκηνοθέτιδα που έπληττε κι αυτή με το τραγούδι του.
“Πολύ νερόβραστος. Δε μ' αρέσει. Δε μας έχει αρκετά χεσμένους”.
“Συμφωνώ”. Τίποτα πιο βαρετό από γεννημένους υπηρέτες που τελευταία στιγμή άλλαξαν γνώμη κι αποφάσισαν να μάθουν πιάνο.
Το μέρος είχε υπάρξει γρουσούζικη αφετηρία πολλών αβάσταχτα χαραμισμένων μουσικών. Πλανιόταν σαν θρύλος απο πάνω μας, η ιστορία μιας πολύ ταλαντούχας πιανίστριας που παρά το ότι χάρισε σε τούτη τη σάλα κάτι απ την κατοπινή αίγλη της, αφέθηκε να πεθάνει ολομόναχη, χωρίς κανέναν πλάι της, πριν δέκα χρόνια, απο εκφυλιστική νόσο. Αυτή ήταν η πληροφορία που ανάδιναν όλοι αυτοί η χώροι "φιλικής” υποτίθεται "ατμόσφαιρας” μετά μουσικής.
΄
Ότι εδώ οι ανταγωνισμοί και οι εκθρονίσεις χωρίς την παραμικρή δικαίωση, εκεί που ήσουν το αστέρι του καταστήματος για κάποιο φεγγάρι , έδιναν και έπαιρναν, περισσότερο απ' ότι στις μεγάλες πίστες.
Ο ιδιοκτήτης του”Εκάβη”, με το δικαίωμα που του παρείχε το γεγονός ότι ήταν το αφεντικό εκεί μέσα, πήγε στο μικρόφωνο και χωρίς να ρωτήσει κανέναν μας, άρχισε να ερμηνεύει με κατάνυξη και αχρείαστη γενναιότητα, μια κάποτε παράνομη απ' τη χούντα, επιτυχία του Μαρκόπουλου. Μα δεν βρίσκονταν κάποιος να τους πει πόσο δε σήμαιναν τίποτα πια από πολιτικής άποψης, αυτά τα τραγούδια. Το πάθος δε που συνόδευε αυτή την ούτως η άλλως υπέρ ενισχυμένη από την κονσόλα, φωνή του, ήταν μια σκέτη δοκιμασία για την ακοή. Έφερε με πεποίθηση, το τραύμα του παραγνωρισμένου τραγουδιστή.
Σε ορισμένους αθεράπευτα ερασιτέχνες, έβρισκα, ότι θα ΄πρεπε να 'χε γίνει η χάρη στα νιάτα τους και να τους κάνουν ένα δίσκο, αλλιώς αυτή η φριχτή αίσθηση του "χαραμισμένου ταλέντου" φωλιάζει μέσα τους και ξεσπάει αργότερα όπου βρει.
Δύο τραπέζια επιφανών του θεάτρου άδειασαν μάνι, μάνι λίγο πριν ο επίδοξος ερμηνευτής φθάσει στα μισά της ¨Ξαστεριάς”. Έπειτα, μόλις όλα έδειχναν ότι θα υπήρχε και δεύτερο άσμα, μια μεγάλη παρέα δικηγόρων παρ αρείω πάγω, άρχισαν να κουμπώνουν τα πανωφόρια τους για ¨να του δίνουν¨ κι αυτοί με τη σειρά τους.
Η φωνή του ιδιοκτήτη, ήταν ένα μπάσο και θαμπό πράμα. Μια ακαθόριστη χροιά στο σύνολο της με νεοκυματικά κατάλοιπα που προσπαθούσε να ακουστεί σοβαρή και από λάθος “μη καταξιωμένη” .
Ο αφεντικός, παρότι το βρήκε ασεβές να σηκωθούν κάποιοι και να φύγουν τη στιγμή που “τα 'δινε όλα”, εν τούτοις, δεν πτοήθηκε ιδιαίτερα και συνέχισε να παίρνει τα αυτιά όσων συνέχιζαν να παρίστανται. Ήταν σχεδόν κόντρα στα επιχειρηματικά του συμφέροντα, να στέκεται ακόμα πίσω απο κείνο το μικρόφωνο, αλλά η ματαιοδοξία καθώς και μια ύπουλη αίσθηση ότι η μοίρα είχε κακοδικίσει στην περίπτωση του, δεν τον άφηναν να μας αποδεσμεύσει.
Κοίταξα την εναπομείνασα πελατεία που είχε σπεύσει απόψε να κλείσει τραπέζι εκεί και σκέφτηκα "Η αστική τάξη” που στέκεται στο ενδιάμεσο μεταξύ πληβείων και αυτών που “δε ξέρουν τι έχουν”. (Και για να εξηγούμαι, την τάξη δεν την καθορίζει το πόσα πιάνει κανείς όποτε χώνει το χέρι στην τσέπη του, αλλά το πως επιλέγει να φερθεί βάσει, και όχι πέραν, αυτού). Παρότι διαθέτουν λοιπόν, τα τυπικά προσόντα εν τούτοις, χαρακτηρίζονται από κάμποση ατολμία σε ότι έχει να κάνει με το κριτήριο τους στις τέχνες και την πολιτική. Σα να μην είναι σε θέση να ξεχωρίσουν από μόνοι τους ένα ρουμπίνι από μια καλά παλαιωμένη κουράδα, περιμένουν κάποιο μεσάζοντα με ταλέντο κονφερασιέ , της φυλής τους, να σε φέρει κάποια στιγμή μπροστά τους και να σε διαφημίσει σαν εξαιρετικό προϊόν, στη γλώσσα που μονάχα εκείνοι καταλαβαίνουν. Μια γλώσσα λόγια, που κολακεύει την παροιμιώδη τους άγνοια για τις πραγματικά σκοτεινές περιοχές όπου παράγονται τα έργα των κλασσικών που θα δεις κάθε φορά να επικαλούνται και την κοινωνική τους θέση, που όπως είπαμε βρίσκεται παρά τω μηδέν και το άπειρο και που δεν τους κάνει στιγμή να αμφιβάλλουν για τη κραταιότητα της.
Παρατήρησα τα ανδρόγυνα που διασκέδαζαν απ τα τραπέζια τους, σιγοτραγουδώντας σαν μαθήτριες του ωδείου τα κάποτε απηγορευμένα άσματα του Θεοδωράκη. Οι άντρες είχαν την κοινωνική τους θέση να τους επιβεβαιώνει και μια σύζυγο υψηλών προδιαγραφών, όπως θα πρεπε να 'ναι η “συζυγος” για τον καθέναν μας. Ψηλή ξερακιανή με παγερή έκφραση καλοθρεμμένης βορειοευρωπαίας, γεμάτη απο την επίγνωση της ανατομικής της υπεροχής, που με τόση εξωτερική εντέλεια δεν ήταν δύσκολο να διατηρεί το μυστήριο της.
Στα μάτια του συζύγου πάλι έβλεπες τον ενδόμυχο φόβο μη κάποια μέρα εκεί που όλα πήγαιναν μια χαρά στις δουλειές του, βάραγε φαλημέντο και πως θα ανακοίνωνε μετά σ αυτή τη μαθημένη να ζει στα πούπουλα την καινούρια αυτή συνθήκη. Οι φουκαράδες. Δε θα άντεχαν να ανακαλύψουν μια μέρα ότι το “φως των ματιών τους” δεν επρόκειτο να τους ρίξει δεύτερη ματιά αν έκαναν πως την πλησίαζαν ως ταπεινοί λαχειοπώλες.
Ύστερα απ αυτή την δαιδαλώδη και νοσηρή σκέψη, σηκώθηκα, πήγα ως τις περιποιημένες τουαλέτες του μαγαζιού, που ΄λεγες πως κανείς δεν τις είχε χρησιμοποιήσει πότε για άλλο λόγο πέρα απ το να πλύνει τα χέρια του. Με χάζεψα λίγο στον καθρέφτη και κάλεσα στο τηλέφωνο όποια δύστυχη απ το παρελθόν ήξερα και δε θα ΄λεγε όχι να μου κάνει μια κατ οίκον επίσκεψη σε μια ώρα από τώρα.