Κυριακή 30 Αυγούστου 2015 - Το Poetic Stardust Community, ήταν μια ιστοσελίδα για τις πληγωμένες καρδιές των γραμμάτων. Φαεινή ιδέα ενός γνωστού μου, ταλαντούχου αλλά ανέκδοτου ποιητή απ το Χαλάνδρι, που το χε καημό να κάνει κάποτε γνωστή την ύπαρξή του, στον παλιόκοσμο. Μου τηλεφώνησε ένα απόγευμα και μου ανήγγειλε την απόφαση του.
- «Οι εκδότες είναι ξοφλημένη ιστορία» είπε.
- «Για νέο μας το λες. Είναι κοινό μυστικό άλλωστε πως τελευταία, αντί για τις κεφαλές που είχαν κάποτε για να αξιολογούν, έχουν προσλάβει μια σειρά από πολιτικώς ορθά καθυστερημένα, κι αυτά αποφασίζουν ποιος είναι άξιος να "περάσει απέναντι" και ποιος όχι. Το οριστικό τέλος του κριτηρίου».
- «Ανοίγω περιοδικό».
- «Με τις ευλογίες μου».
- «Θα μου στέλνεις τακτικά δουλειές σου;»
- «Για τακτικά δεν το βλέπω Θάνο. Τριάντα σονέτα έχω όλα κι όλα που θεωρώ ολοκληρωμένα και είναι κάπως του γούστου μου, δεν είμαι κάνας πολυγραφότατος» είπα.
- «Μας αποκαρδιώνεις» έκανε νιαουριστά σα κακομαθημένο.
- «Λυπάμαι».
Για κείνον, ήμουν ο ευρηματικός ποιητής του "Σπιτιού στο τέρμα του δρόμου" μιας χαριτωμένα δυσοίωνης δουλειάς που παράχωσα σε μια συλλογή διηγημάτων προκειμένου να μην τη φάει το μαύρο σκοτάδι, για τον υπόλοιπο κόσμο ήμουν απλά ένας ενοχλητικός ρεμπεσκές αγνώστου ιδιότητος, με ταλέντο στον καυστικό σχολιασμό.
- «Ξεσκαρτάρισε κάποια απ τα πεταμένα σου και στέλνε μου ένα παρά μέρα» είπε. Ο ίδιος είχε μπει σε μια διαδικασία που, αν και ταλαντούχος όπως προείπα, ξεπέταγε δυο ποιήματα την εβδομάδα. Τώρα το πόσα απ αυτά άξιζαν στο φινάλε, αυτό ήταν άλλο θέμα.
- «Δε γίνεται αυτό που λες».
- «Δεχόμαστε και πεζά» είπε και με ενέταξε μάνι, μάνι στα ¨επίτιμα μέλη¨ της ομάδας. Πολύ κολακευτικό, αν σκεφτεί κανείς ότι το άλλο επίτιμο μέλος, ήταν ο ίδιος.
- «Εντάξει».
Η φωνή του αν και καλοσυνάτη έβρισκα ότι είχε κάτι από το γλοιώδη συμβουλάτορα του βασιλιά, που ενώ επιθυμεί όσο τίποτε, να τον εκθρονίσει, προφασίζεται παρόλα αυτά ότι ενεργεί για το καλό του.
Μέσα σε λιγότερο από μια βδομάδα τούτο το άγνωστο ως τώρα, χάνι της λογοτεχνίας, είχε τιγκάρει από πρώην εκπαιδευτικούς, συνταξιούχους της ΔΕΗ και νεόκοπους φιλόλογους με "αφηρημένη λατρεία προς τη γυναίκα και την Ελλάδα" που έγραφαν ποίηση και θεωρούσαν πως δεν είχαν ακόμα προσεχθεί απ την νεοελληνική γραμματεία, όσο θα ‘πρεπε.
Όχι ότι οι πιο καταξιωμένοι σύγχρονοι τους δηλαδή, είχαν κάτι παραπάνω από δαύτους, απλώς κάθε εποχή έχει συγκεκριμένη χωρητικότητα αχρήστων με γνωριμίες στο λογοτεχνικό σινάφι, που μπορεί να καταξιώσει, κάθε φορά.
Το περιβάλλον της σελίδας ήταν ένα ευχάριστα ανοιχτό ροζ στο εσωτερικό, με σκούρο μωβ πλαίσιο γύρω, γύρω, το οποίο πασπαλισμένο με μικρά και μεσαίου μεγέθους ασημί αστράκια, χάριζε μια ψευδαίσθηση θαλπωρής από παιδικό δωμάτιο, στο μάτι του επισκέπτη. Ο ποιητής φιλαράκος μου με όρκισε να μη πω πουθενά ότι θα παρίστανε μόνος του την επιτροπή, η οποία θα ενέκρινε η όχι, τα υποψήφια προς δημοσίευση κείμενα. Απ όσο μπόρεσα να διακρίνω όμως, η εν λόγω "επιτροπή" δεν πρέπει να ‘ταν και πολύ εκλεκτική διότι προκειμένου να γεμίσει ο χώρος της σελίδας από "αξιόλογες" όπως τις αποκαλούσε, προσφορές , άφηνε να περνάνε σχεδόν άπαντες.
Μια μέρα που θα ‘λεγες ότι δεν είχα και την πιο άριστη διάθεση, πήρα τηλέφωνο τον εμπνευστή τούτου του "ιδρύματος ανιάτων του λόγου".
- «Θάνο, Θάνο. ( κατά το λύκε, λύκε) Δε μου λες. Έχω το ελεύθερο να σχολιάζω κάτω από κάθε ποίημα ότι μου κάνει κέφι;»
- «Μα φυσικά. Αρκεί μόνο τα σχόλια να μην είναι πολύ υβριστικά ».
- «Ωραία. Λοιπόν, άκου τι θα κάνω. Αν θέλω να πικάρω για παράδειγμα, κάποιον φαντασμένο εκπαιδευτικό, που σύμφωνα με το κριτήριο μου, το γραφτό του είναι τελείως για πέτρες, θα χρησιμοποιώ ένα πομπώδες ψευδώνυμο όπως ¨Αίας ο Τελαμώνιος ¨ αν πάλι θέλω να υψώσω κάποιον στους αιθέρες των εγκωμίων, θα υπογράφω με το όνομα μου».
- «Πολύ καλά. Πρόσεχε μόνο μην πάνω στον ενθουσιασμό σου, το στυλ με το οποίο γράφεις, προδώσει ότι είστε κι οι δυο το ίδιο πρόσωπο».
- « Μην ανησυχείς, θα έχω το νου μου».
Όταν πια άρχισε να παγιώνεται o συρφετός από λογοτέχνες που θα πλαισίωναν το Poetic Stardust community, μπορώ να πω με σιγουριά πως αυτός που μου την έδινε περισσότερο απ όλους εκεί μέσα, ήταν ο Σιδερής. Ένας βλοσυρός ξερακιανός συνταξιούχος του εμπορικού ναυτικού και μέγας θαυμαστής του Ελύτη, με βαμμένα καστανά μαλλιά στο χρώμα της τσατσάρας, που αριθμούσε έξι ποιητικές συλλογές, όλες τους από ονομαστούς εκδοτικούς (για να μη λένε οι κακές γλώσσες), πληρωμένες εξ ολοκλήρου απ το εφάπαξ του. Πήγα στα βιογραφικά του στοιχεία κι έριξα μια ματιά σε ένα απλό δείγμα γραφής που είχε εκεί ανάμεσα σ όλα τα άλλα.
¨Γυναίκα εσύ, μητέρα, θυγατέρα κι αδερφή
Πόσα υπομένεις στωικά σ αυτή τη ζήση,
Τον άνδρα σου τον αδερφό και τον πατέρα
Κόρφος για όλους γίνεσαι βελούδο μαξιλάρι¨.
Τα άστρα θα κάνω χάρτη μου τον ουρανό σεντόνι
Και το μολύβι μου άλογο για να ‘ρθω στο πορτί σου¨.
Όχι κάτι για να μπορεί να περηφανεύεται κανείς, αλλά εν πάση περιπτώσει, αυτό με τον "κόρφο για όλους" έβρισκα ότι ήταν εξαιρετικό. Το υπόλοιπο; άστο καλύτερα. "Το τραγούδι του νεκρού αδερφού" κουρσεμένο άτσαλα από κάποιον που υπήρξε κάποτε άριστος μαθητής του Αλεπουδέλη.
Μεγάλο χώρο στη σελίδα πρέπει να πω πως καταλάμβαναν και ορισμένες γλυκύτατες κυρίες, μέλη της πανελλήνιας ένωσης λογοτεχνών, που τα ποιήματα τους εμπνέονταν απευθείας απ την πολιτική ζωή και το πώς αυτή επιδρούσε στην μίζερη καθημερινότητα. Ο ξερά καταγγελτικός χαρακτήρας νοικοκυράς που κάνει τα ψώνια της στη λαϊκή, κατά όσων βρίσκονταν επάνω, ήταν το σήμα κατατεθέν της γραφής αυτών των συμπαθέστατων κατά τα άλλα, γυναικών της ομάδας. Κάποια μακροσκελέστατα σονέτα μάλιστα κοίταζα και είχα από κάτω χθεσινή η σημερινή ημερομηνία παραγωγής, δείγμα ότι είχαν γραφτεί πρόσφατα, άρα έπρεπε να καταναλωθούν άμεσα για να μη μυρίσουν.
Ο δεύτερος πιο απεχθής, ήταν ο Κατελόζος. Ένας μαντράχαλος (ύψους δυο και πέντε) φιλόλογος απ την Αλεξανδρούπολη, με μια ασυγχώρητα μουρόχαβλη φάτσα, που παρά το γεγονός ότι δεν διέθετε κανένα ιδιαίτερο ύφος το γράψιμο του, εν τούτοις είχε καταφέρει να δημοσιεύσει κι αυτός δυο συλλογές με πρωτοκλασάτο οίκο. Πράγμα που σε έβαζε σε σκέψεις για το ποιοι τελικά ευτυχούσαν να δουν τη δουλειά τους να τυπώνεται αυτή την εποχή. Απέφευγα να σχολιάσω τα ποιήματα του. Το ίδιο κι αυτός τα δικά μου. Ένα κλίμα σιωπηρής κι αμοιβαίας απέχθειας άρχισε να καλλιεργείται ανάμεσα μας.
"Δία πατέρα εσύ των αθάνατων του Ολύμπου
Στείλε με την ασημί σου αστραπή
Το μήνυμα σε μας τους θνητούς
Για την έκβαση που πρέπει να χει η διαμάχη
Στη ματωμένη Τροία .
Η σκέψη μου στην Ελενιώ γυρίζει όλη νύχτα
Ήρα μητέρα των θεών για πες μου τι να κάνω
ο Πάρις του Πριάμου ο γιος την έχει σαγηνέψει".
Μάλιστα. Κλασσική περίπτωση φιλολόγου που ¨του άρεσε να γράφει¨ και που το όνομα του εκδότη του, έλεγε πολύ περισσότερα από ότι το ποίημα του αυτό καθ αυτό.
Μα χάθηκε να πει ¨στο ματωμένο Ίλιον;¨ Το δε ύφος του, ή καλύτερα η παντελής έλλειψη αυτού, βρήκα ότι έμοιαζε λίγο πολύ με τον τρόπο που απουσίαζε περίπου και απ τον αγαπητό κύριο Σιδερή.
Παρόλα αυτά, τον άχαρο ρόλο του σταθερού υμνητή των πάντων, τον είχε αναλάβει ο Θάνος. "Τέτοια ποιήματα προσθέτουν στο λογοτεχνικό μας τοπίο. Εύγε και ξανά εύγε κύριε Κατελόζο. Αριστούργημα". Για μένα που τον ήξερα, ήταν εύκολο να καταλάβω ότι δεν υπήρχε ίχνος ειλικρίνειας πίσω απ αυτό. Για τους άλλους όμως, ήταν σα ένας καλοπροαίρετος μπουχέσας με δίπλωμα φιλολογίας, να σηκώνεται απ τη θέση του για να παραδώσει ο ίδιος ένα βραβείο ποίησης στον πρώτο που έιδε να περνάει από μπροστά του. Μ αυτά και μ αυτά έκρινα πως η ώρα του "Αίαντα του Τελαμώνιου" να βάλει το κράνος του τιμωρού, ήταν πολύ κοντά.
- «Οι εκδότες είναι ξοφλημένη ιστορία» είπε.
- «Για νέο μας το λες. Είναι κοινό μυστικό άλλωστε πως τελευταία, αντί για τις κεφαλές που είχαν κάποτε για να αξιολογούν, έχουν προσλάβει μια σειρά από πολιτικώς ορθά καθυστερημένα, κι αυτά αποφασίζουν ποιος είναι άξιος να "περάσει απέναντι" και ποιος όχι. Το οριστικό τέλος του κριτηρίου».
- «Ανοίγω περιοδικό».
- «Με τις ευλογίες μου».
- «Θα μου στέλνεις τακτικά δουλειές σου;»
- «Για τακτικά δεν το βλέπω Θάνο. Τριάντα σονέτα έχω όλα κι όλα που θεωρώ ολοκληρωμένα και είναι κάπως του γούστου μου, δεν είμαι κάνας πολυγραφότατος» είπα.
- «Μας αποκαρδιώνεις» έκανε νιαουριστά σα κακομαθημένο.
- «Λυπάμαι».
Για κείνον, ήμουν ο ευρηματικός ποιητής του "Σπιτιού στο τέρμα του δρόμου" μιας χαριτωμένα δυσοίωνης δουλειάς που παράχωσα σε μια συλλογή διηγημάτων προκειμένου να μην τη φάει το μαύρο σκοτάδι, για τον υπόλοιπο κόσμο ήμουν απλά ένας ενοχλητικός ρεμπεσκές αγνώστου ιδιότητος, με ταλέντο στον καυστικό σχολιασμό.
- «Ξεσκαρτάρισε κάποια απ τα πεταμένα σου και στέλνε μου ένα παρά μέρα» είπε. Ο ίδιος είχε μπει σε μια διαδικασία που, αν και ταλαντούχος όπως προείπα, ξεπέταγε δυο ποιήματα την εβδομάδα. Τώρα το πόσα απ αυτά άξιζαν στο φινάλε, αυτό ήταν άλλο θέμα.
- «Δε γίνεται αυτό που λες».
- «Δεχόμαστε και πεζά» είπε και με ενέταξε μάνι, μάνι στα ¨επίτιμα μέλη¨ της ομάδας. Πολύ κολακευτικό, αν σκεφτεί κανείς ότι το άλλο επίτιμο μέλος, ήταν ο ίδιος.
- «Εντάξει».
Η φωνή του αν και καλοσυνάτη έβρισκα ότι είχε κάτι από το γλοιώδη συμβουλάτορα του βασιλιά, που ενώ επιθυμεί όσο τίποτε, να τον εκθρονίσει, προφασίζεται παρόλα αυτά ότι ενεργεί για το καλό του.
Μέσα σε λιγότερο από μια βδομάδα τούτο το άγνωστο ως τώρα, χάνι της λογοτεχνίας, είχε τιγκάρει από πρώην εκπαιδευτικούς, συνταξιούχους της ΔΕΗ και νεόκοπους φιλόλογους με "αφηρημένη λατρεία προς τη γυναίκα και την Ελλάδα" που έγραφαν ποίηση και θεωρούσαν πως δεν είχαν ακόμα προσεχθεί απ την νεοελληνική γραμματεία, όσο θα ‘πρεπε.
Όχι ότι οι πιο καταξιωμένοι σύγχρονοι τους δηλαδή, είχαν κάτι παραπάνω από δαύτους, απλώς κάθε εποχή έχει συγκεκριμένη χωρητικότητα αχρήστων με γνωριμίες στο λογοτεχνικό σινάφι, που μπορεί να καταξιώσει, κάθε φορά.
Το περιβάλλον της σελίδας ήταν ένα ευχάριστα ανοιχτό ροζ στο εσωτερικό, με σκούρο μωβ πλαίσιο γύρω, γύρω, το οποίο πασπαλισμένο με μικρά και μεσαίου μεγέθους ασημί αστράκια, χάριζε μια ψευδαίσθηση θαλπωρής από παιδικό δωμάτιο, στο μάτι του επισκέπτη. Ο ποιητής φιλαράκος μου με όρκισε να μη πω πουθενά ότι θα παρίστανε μόνος του την επιτροπή, η οποία θα ενέκρινε η όχι, τα υποψήφια προς δημοσίευση κείμενα. Απ όσο μπόρεσα να διακρίνω όμως, η εν λόγω "επιτροπή" δεν πρέπει να ‘ταν και πολύ εκλεκτική διότι προκειμένου να γεμίσει ο χώρος της σελίδας από "αξιόλογες" όπως τις αποκαλούσε, προσφορές , άφηνε να περνάνε σχεδόν άπαντες.
Μια μέρα που θα ‘λεγες ότι δεν είχα και την πιο άριστη διάθεση, πήρα τηλέφωνο τον εμπνευστή τούτου του "ιδρύματος ανιάτων του λόγου".
- «Θάνο, Θάνο. ( κατά το λύκε, λύκε) Δε μου λες. Έχω το ελεύθερο να σχολιάζω κάτω από κάθε ποίημα ότι μου κάνει κέφι;»
- «Μα φυσικά. Αρκεί μόνο τα σχόλια να μην είναι πολύ υβριστικά ».
- «Ωραία. Λοιπόν, άκου τι θα κάνω. Αν θέλω να πικάρω για παράδειγμα, κάποιον φαντασμένο εκπαιδευτικό, που σύμφωνα με το κριτήριο μου, το γραφτό του είναι τελείως για πέτρες, θα χρησιμοποιώ ένα πομπώδες ψευδώνυμο όπως ¨Αίας ο Τελαμώνιος ¨ αν πάλι θέλω να υψώσω κάποιον στους αιθέρες των εγκωμίων, θα υπογράφω με το όνομα μου».
- «Πολύ καλά. Πρόσεχε μόνο μην πάνω στον ενθουσιασμό σου, το στυλ με το οποίο γράφεις, προδώσει ότι είστε κι οι δυο το ίδιο πρόσωπο».
- « Μην ανησυχείς, θα έχω το νου μου».
Όταν πια άρχισε να παγιώνεται o συρφετός από λογοτέχνες που θα πλαισίωναν το Poetic Stardust community, μπορώ να πω με σιγουριά πως αυτός που μου την έδινε περισσότερο απ όλους εκεί μέσα, ήταν ο Σιδερής. Ένας βλοσυρός ξερακιανός συνταξιούχος του εμπορικού ναυτικού και μέγας θαυμαστής του Ελύτη, με βαμμένα καστανά μαλλιά στο χρώμα της τσατσάρας, που αριθμούσε έξι ποιητικές συλλογές, όλες τους από ονομαστούς εκδοτικούς (για να μη λένε οι κακές γλώσσες), πληρωμένες εξ ολοκλήρου απ το εφάπαξ του. Πήγα στα βιογραφικά του στοιχεία κι έριξα μια ματιά σε ένα απλό δείγμα γραφής που είχε εκεί ανάμεσα σ όλα τα άλλα.
¨Γυναίκα εσύ, μητέρα, θυγατέρα κι αδερφή
Πόσα υπομένεις στωικά σ αυτή τη ζήση,
Τον άνδρα σου τον αδερφό και τον πατέρα
Κόρφος για όλους γίνεσαι βελούδο μαξιλάρι¨.
Τα άστρα θα κάνω χάρτη μου τον ουρανό σεντόνι
Και το μολύβι μου άλογο για να ‘ρθω στο πορτί σου¨.
Όχι κάτι για να μπορεί να περηφανεύεται κανείς, αλλά εν πάση περιπτώσει, αυτό με τον "κόρφο για όλους" έβρισκα ότι ήταν εξαιρετικό. Το υπόλοιπο; άστο καλύτερα. "Το τραγούδι του νεκρού αδερφού" κουρσεμένο άτσαλα από κάποιον που υπήρξε κάποτε άριστος μαθητής του Αλεπουδέλη.
Μεγάλο χώρο στη σελίδα πρέπει να πω πως καταλάμβαναν και ορισμένες γλυκύτατες κυρίες, μέλη της πανελλήνιας ένωσης λογοτεχνών, που τα ποιήματα τους εμπνέονταν απευθείας απ την πολιτική ζωή και το πώς αυτή επιδρούσε στην μίζερη καθημερινότητα. Ο ξερά καταγγελτικός χαρακτήρας νοικοκυράς που κάνει τα ψώνια της στη λαϊκή, κατά όσων βρίσκονταν επάνω, ήταν το σήμα κατατεθέν της γραφής αυτών των συμπαθέστατων κατά τα άλλα, γυναικών της ομάδας. Κάποια μακροσκελέστατα σονέτα μάλιστα κοίταζα και είχα από κάτω χθεσινή η σημερινή ημερομηνία παραγωγής, δείγμα ότι είχαν γραφτεί πρόσφατα, άρα έπρεπε να καταναλωθούν άμεσα για να μη μυρίσουν.
Ο δεύτερος πιο απεχθής, ήταν ο Κατελόζος. Ένας μαντράχαλος (ύψους δυο και πέντε) φιλόλογος απ την Αλεξανδρούπολη, με μια ασυγχώρητα μουρόχαβλη φάτσα, που παρά το γεγονός ότι δεν διέθετε κανένα ιδιαίτερο ύφος το γράψιμο του, εν τούτοις είχε καταφέρει να δημοσιεύσει κι αυτός δυο συλλογές με πρωτοκλασάτο οίκο. Πράγμα που σε έβαζε σε σκέψεις για το ποιοι τελικά ευτυχούσαν να δουν τη δουλειά τους να τυπώνεται αυτή την εποχή. Απέφευγα να σχολιάσω τα ποιήματα του. Το ίδιο κι αυτός τα δικά μου. Ένα κλίμα σιωπηρής κι αμοιβαίας απέχθειας άρχισε να καλλιεργείται ανάμεσα μας.
"Δία πατέρα εσύ των αθάνατων του Ολύμπου
Στείλε με την ασημί σου αστραπή
Το μήνυμα σε μας τους θνητούς
Για την έκβαση που πρέπει να χει η διαμάχη
Στη ματωμένη Τροία .
Η σκέψη μου στην Ελενιώ γυρίζει όλη νύχτα
Ήρα μητέρα των θεών για πες μου τι να κάνω
ο Πάρις του Πριάμου ο γιος την έχει σαγηνέψει".
(Από τη συλλογή ¨τα Μ του μύθωνα¨ εκδόσεις Μαυρίδη)
Μάλιστα. Κλασσική περίπτωση φιλολόγου που ¨του άρεσε να γράφει¨ και που το όνομα του εκδότη του, έλεγε πολύ περισσότερα από ότι το ποίημα του αυτό καθ αυτό.
Μα χάθηκε να πει ¨στο ματωμένο Ίλιον;¨ Το δε ύφος του, ή καλύτερα η παντελής έλλειψη αυτού, βρήκα ότι έμοιαζε λίγο πολύ με τον τρόπο που απουσίαζε περίπου και απ τον αγαπητό κύριο Σιδερή.
Παρόλα αυτά, τον άχαρο ρόλο του σταθερού υμνητή των πάντων, τον είχε αναλάβει ο Θάνος. "Τέτοια ποιήματα προσθέτουν στο λογοτεχνικό μας τοπίο. Εύγε και ξανά εύγε κύριε Κατελόζο. Αριστούργημα". Για μένα που τον ήξερα, ήταν εύκολο να καταλάβω ότι δεν υπήρχε ίχνος ειλικρίνειας πίσω απ αυτό. Για τους άλλους όμως, ήταν σα ένας καλοπροαίρετος μπουχέσας με δίπλωμα φιλολογίας, να σηκώνεται απ τη θέση του για να παραδώσει ο ίδιος ένα βραβείο ποίησης στον πρώτο που έιδε να περνάει από μπροστά του. Μ αυτά και μ αυτά έκρινα πως η ώρα του "Αίαντα του Τελαμώνιου" να βάλει το κράνος του τιμωρού, ήταν πολύ κοντά.
(Συνεχίζεται)