Κυριακή 15 Φεβρουαρίου 2015 - Ώρα 5 το απόγευμα
και εγώ είχα τρυπώσει να ψωνίσω, σε ένα
κατάστημα ενοικίασης βίντεο ταινιών
κάπου στο Βύρωνα. Όταν το περιβάλλον
εξακολουθεί για καιρό να μην κάνει καλή
επαφή μαζί σου, στρέφεσαι ενστικτωδώς
στα άψυχα.
- «Έχετε ταινίες
προς πώληση;» ρώτησα τον νεαρό που
κάθονταν πίσω απ τον πάγκο.
- «ΌΛΑ είναι προς
πώληση» με αποστόμωσε εκείνος κοιτώντας
απλανώς μπροστά του .
- «Ότι βλέπεις και δε βλέπεις ένα ευρώ».
- «Ότι βλέπεις και δε βλέπεις ένα ευρώ».
Μετά το αρχικό
σοκ, έπεσα με τα μούτρα στα ράφια και
στις προθήκες με τα εξώφυλλα. Πρώτα
σάρωσα τα ψυχολογικά θρίλερ. Είχα μεγάλη
αδυναμία στα έργα με τον ανώμαλο ή τη "βαρεμένη" ακοινώνητη, αντίστοιχα,
που εμφανίζεται ξαφνικά και κάνει άνω
κάτω τη ζωή του φυσιολογικού ζευγαριού
με σπίτι στα προάστια. Όσες φορές και
αν είχα δει να επαναλαμβάνεται το ίδιο
θέμα ,άγνωστο γιατί, εγώ το χαιρόμουν
το ίδιο. Ενόσω ψαχούλευα, αναρωτήθηκα
πώς να ‘δειχνα στα μάτια του τύπου
πίσω απ' τον πάγκο. Σαν όρνεο που
επιτίθονταν στο άψυχο κουφάρι, ίσως.
Μπορεί να μην σκάμπαζα γρι από οικονομικά
αλλά ήξερα πως τίποτα καλό δεν προμήνυε
αυτό το γενικότερο κύμα εκποίησης των
πάντων. Όσο και αν με γέμιζε χαρά το
γεγονός ότι έβρισκες σε εξευτελιστικές
τιμές τα έργα μιας ζωής, ο κόσμος
αποχαιρέταγε οριστικά ένα ακόμη
στοιχείο της πρωτινής αίγλης του. Ήταν
θλιβερό. Έβλεπες αυτές τις, κάποτε στ'
απάνω τους συνοικιακές επιχειρήσεις,
να μετατρέπονται μέσα σε ένα απόγευμα
σε αποθήκες αγοράς μεταχειρισμένων.
Η αίσθηση ότι
οι αγαπημένες μου ιστορίες με βαριά
πειραγμένους θα ξαναζούσαν στην οθόνη
του σπιτιού μου με κόστος αγοράς
μικρότερο απ αυτό της ενοικίασης, με
γέμισε με ένα αίσθημα τεχνητής ευφορίας.
Παράλληλα έψαχνα
πολύ προσεκτικά τους τίτλους και τα
εξώφυλλα. Δεν ήταν ανάγκη να γνωρίζω
τους συντελεστές για να πεισθώ να αγοράσω
κάποιο. Αρκεί η υπόθεση και οι φωτογραφίες
στο οπισθόφυλλο, να μην έδειχναν ότι
επρόκειτο για φτηνοδουλειά τίποτε
χαβαλέδων φοιτητών με μεράκι, της
σχολής κινηματογράφου. Για παράδειγμα,
αν διάβαζα στο πίσω μέρος “Ένα ζευγάρι
νιόπαντρων ο Τζωρτζ και η Έλεν, σκοπεύουν
να περάσουν οι δυο τους ένα ήρεμο
σαββατοκύριακο μακριά απ το άγχος της
μεγαλούπολης, στο εξοχικό του Τζωρτζ
στη Λουιζιάνα. Στο δρόμο, αποφασίζουν
να πάρουν με τ αμάξι τους, τον συμπαθή
και χαμογελαστό Όλιβερ που κάνει
οτοστόπ. Τα πράγματα περιπλέκονται
στην πορεία όταν ο Όλιβερ αποδεικνύεται
ότι δεν είναι καθόλου αυτός που φαίνονταν
στην αρχή”, κι αυτό ήταν. Ήξερες ότι
επρόκειτο για ατόφια αντικοινωνική
ψυχαγωγία και το πρόσθετες μαζί με τα
άλλα. Τώρα, αν με ρωτήσετε, γιατί είχα
τέτοια αδυναμία στα θρίλερ, θα σας έλεγα
ότι ως είδος πιο απενοχοποιημένης
μοχθηρίας, που ήταν, έβρισκα ότι
αντλούσες μια πρώτης τάξεως ενημέρωση
για το που βάδιζε ο κόσμος από κοινωνικής
άποψης. την εποχή όπου γυρίστηκαν. Όχι
εστιάζοντας στην ηθική των κακοποιών
τόσο, όσο στη στάση που επέλεγαν να
υιοθετήσουν τα θύματα. Βλέποντας
πόσο διατεθειμένοι πια, ήταν να πουλήσουν
ο ένας τον άλλο σε μια δύσκολη κατάσταση.
Αντιλαμβανόσουν για πόσα ήταν ικανός
ένας άνθρωπος αυτού του καιρού,
προκειμένου να τη βγάλει καθαρή στην
καθημερινότητα του.
- «Όλα καλά;»
ρώτησε ο τύπος πίσω απ τον πάγκο για να
δει αν ήσουν ευχαριστημένος και εγώ
τον διαβεβαίωσα.
- «Υπέροχα». Τούτη
η γωνιά ήταν το πιο ανθρώπινο μέρος
όπου μπορούσε να βρεθεί μια βαθιά
τυραννισμένη από την κυκλοφορία ψυχή.
Το γεγονός ότι δεν έσπευδαν κι άλλοι
να επωφεληθούν αυτής της προσφοράς,
έδειχνε μέχρι ποίου σημείου είχε πια
παραιτηθεί ο κόσμος απ' όσα κάποτε του
‘διναν χαρά.
Ανέβηκα στον
πατάρι, όπου είχαν τα ερωτικά, ήταν σα
να 'χε πέσει ναπάλμ εκεί πάνω. Σπασμένες
θήκες από πλαστικό, αδειανά ράφια όλο
σκόνη και μόνο κάτι φετιχιστικά με
απαίσιους φωτισμούς και αποτρελαμένους
τύπους που φορούσαν δερμάτινα είχαν
απομείνει. Κατέβηκα αμέσως, μη δώσω και
λάθος εντύπωση στο παιδί και περιέλαβα
ότι ράφια είχα αφήσει ακοίταχτα στο
ισόγειο.
Ύστερα από είκοσι
περίπου λεπτά ατόφιου καταναλωτικού
ντελίριου, και με δεκαπέντε περίπου
τίτλους ανά χείρας, ένα πολύ δυσάρεστο
αίσθημα άρχισε να με καταπαίρνει. Ήταν
σαν κάτι πολύ πιο ισχυρό από σένα, (που
δεν είχες καν φανταστεί), να είχε βάλει
μπρος την αλωνιστική μηχανή και αφού
ξεμπέρδευε με τους μικροκαταστηματάρχες,
να έρχονταν έπειτα για σένα. Το ‘βλεπες
άλλωστε. Σχεδόν όλα έδειχναν τελείως
ανήμπορα έναντι αυτού του σαρωτικού
κοινωνικού ψύχους που 'χε πάρει να
πέφτει έξω.
Η πραγματικότητα
ξεφορτώνονταν τον εαυτό της. Οι ροκ
μπαλάντες που κάποτε σου σήκωναν την
τρίχα, έφθασαν να μη σημαίνουν απολύτως
τίποτα, μπρος σ' αυτό το πρωτοφανές
έλλειμμα συναισθήματος που ‘βλεπες
να πλήττει τους πάντες.
Φιλμ με υπόθεση
που έκαναν μέχρι πρότινος τα πλήθη των
θεατών να πλαντάζουν, όπως αυτό με το
υπερωκεάνιο που επί σαράντα λεπτά
έβλεπες να βυθίζεται στα παγωμένα νερά
του Βόρειου Ατλαντικού, φάνταζαν να
καλύπτουν μια απίστευτα μικρή πια
κλίμακα, ενδιαφέροντος.
Παρατηρούνταν
ένα ευρύτερο χάσιμο της πάλαι ποτέ
σημασίας των πραγμάτων. Το θέμα λοιπόν
δεν ήταν με πόσες τσάντες έργα θα ‘φευγες
από δω. Αλλά αν θα προλάβαινες να τα
χαρείς με την ησυχία σου.