Κυριακή 7 Δεκεμβρίου 2014 - Ήταν μια
κλειστή, αριστερή στροφή, εκεί που η
οδός «Ωκεάνιο κύμα» συναντούσε τον ίδιο
τον ωκεανό. Ποτέ δεν κατάλαβα τι πήγαινε
στραβά με εκείνο το σημείο. Την πρώτη
φορά που προσπάθησα να στρίψω στα σπλάχνα
της, έχασα τον έλεγχο του ποδηλάτου, κι
ας πήγαινα με μισό χιλιόμετρο την ώρα.
Ναι καλά ακούσατε, μπουρδουκλώθηκα σαν
πεντάχρονο που μόλις του έβγαλαν τις
βοηθητικές και κοπάνησα με δύναμη στο
πεζοδρόμιο. Εκείνη την ημέρα κατηγόρησα
την απειρία μου στην ιρλανδική ανάποδη
οδήγηση και το αγουροξυπνημένο μου
μυαλό. Δεν άργησα όμως να συνειδητοποίησω
πως το συμβάν ήταν μια προειδοποίηση
πως κι αν έβγαινα από το σπίτι μου 200
μέτρα πιο πριν, η μέρα μου δε θα άρχιζε
με το που έκλεινα την πόρτα, όπως συμβαίνει
συνήθως. Αντιθέτως, θα άρχιζε σε εκείνο
ακριβώς το σημείο....
Εκεί,
τις μέρες με συννεφιά με υποδεχόταν με
χαμόγελο ένας μανιασμένος ανατολικός
που ζαβολιάρικα προσπαθούσε να με ρίξει
με τις απρόσμενες ριπές του. Εκεί με
καλημέριζαν οι πρώτες στάλες της βροχής
που έπεφταν οριζόντια και όχι κάθετα,
και με έκαναν να σκύβω το κεφάλι να
γλιτώσω από τα ενοχλητικά τσιμπήματά
τους κάθε που προσγειώνονταν στα μάγουλά
μου. Τις νύχτες που έβρεχε ασταμάτητα,
εκεί δημιουργούνταν μικρές λιμνούλες
που με ανάγκαζαν να σηκώνω τα πόδια μου
και να ενώνω τα πέλματά μου κάτω από τη
σέλα καθώς οι ρόδες τσαλαβουτούσανε
στο νερό και λούζανε τα άδεια πετάλια
που στριφογυρνούσαν μόνα τους. Πόσοι
περαστικοί δε γέλασαν με τούτη την
εικόνα.. Όταν άλλαξε η ώρα και όποτε ο
καιρός επέτρεπε να κρατά κανείς το
κεφάλι ψηλά, σ’εκείνο το σημείο είδα
τις πιο ωραίες ανατολές. Γεμάτες μαύρα
σύννεφα που τρέχανε προς όλες τις
κατευθύνσεις και αλλάζανε μορφές, σε
ένα χρυσαφένιο ουρανό.
Μια
τέτοια μαγική ανατολή αντίκρυσα τη
τελευταία μέρα που καβάλησα το ποδήλατο
να περάσω εκείνη τη στροφή. Κοντοστάθηκα
για λίγο, άλλωστε κανείς δε με ακολουθούσε-ας
μη ξεχνάμε πως η Ιρλανδία αν μη τι άλλο
είναι νησί και στα νησιά η μέρα ξεκινάει
κάπως αργοπορημένα. Μαγεμένη από το
θέαμα ξέχασα πως έβρεχε όλο το βράδυ
και αγνόησα επιδεικτικά τη γνωστή
λιμνούλα που είχε σχημαστιστεί ακριβώς
επάνω στη στροφή. Μια νταλίκα, βαριά και
βιαστική πέρασε με φούρια, σχίζοντας
στα δυο το κάμποσο νερό και λούζωντάς
με από πάνω μέχρι κάτω. Έμεινα να αγναντεύω
την ανατολή, λούτσα μέχρι το κόκαλο, ενώ
με την άκρη του ματιού μου έβλεπα σταγόνες
να στάζουν από τη μύτη μου. «Στην υγειά
σου μάστορα», σκέφτηκα και βάλθηκα να
φύγω, αποφασισμένη πως καλύτερος τρόπος
δεν υπήρχε να αποχαιρετήσω τη μαγεμένη
μου στροφή. Αυτή άλλωστε, με είχε
προειδοποιήσει από την αρχή, όπως μας
προειδοποιεί κάθε τι που κάνει τη ζωή
μας άνω κάτω κάθε φορά που εμείς θα
αγναντεύουμε κάποια ανατολή.