Παρασκευή 11 Οκτωβρίου 2014 - Πάντα ήμουν από εκείνους τους ανθρώπους που στις πόλεις τριγυρνούν με τα ακουστικά στα αυτιά. Έχοντας μια ακοή οξεία και επιτακτική, πάντα φρόντιζα να την τροφοδοτώ με νότες και πάντα σύνδεα μελωδίες με εικόνες και γωνιές.
Ανηφορίζοντας από τη θάλασσα προς τη Shop Street, η πρώτη μου κίνηση με το που πατήσω στον πεζόδρομο είναι να βγάλω τα ακουστικά, έτσι ακριβώς όπως βγάζαμε τα παπούτσια μας σε σπίτια φίλων όταν ήμασταν μικροί. To να κρατάς ακουστικά στα αυτιά περπατώντας στη Shop Street θα ήταν, το λιγότερο, ιεροσυλία.
Τα πρώτα βήματα είναι πάντα αναγνωριστικά, ποτέ δε ξέρεις τι σου επιφυλάσσει
ο ανηφορικός πεζόδρομος. Συνήθως σε υποδέχεται με τον ρυθμό κάποιου μπάσου, τη ζεστή βραχνάδα ενός κομματιού τζαζ ή τον παιχνιδιάρικο τόνο κάποιου μπλουζ. Έτσι και τώρα με καλοσωρίζει μια γυναικεία φωνή με γλυκιά χροιά που θυμίζει Έλα Φιτζέραλντ και λέει ιστορίες ντυμένες με τον ήχο μιας ηλεκτρικής κιθάρας που μουρμουρίζει σε ρε ματζόρε. Παρατηρώ τους περαστικούς που κοντοστέκονται, βάζουν ασυναίσθητα τα χέρια στις τσέπες και χτυπάνε ρυθμικά το μπροστινό μέρος του πέλματός τους στο πλακόστρωτο. Τους μιμούμαι για λίγο· άλλωστε η βιασύνη δεν ταιριάζει στην περίσταση. Λίγα λεπτά αργότερα το πλήθος με παρασέρνει και συνεχίζω την ανηφορική πορεία μου.
Σ’αυτό το ύψος πάντα σε περιμένει ένα βιολί,μια γκάιντα ή μια φλογέρα που σε κάνουν να κοιτάς τον ουρανό μελαγχολικά. Είναι βλέπετε ο πεζόδρομος διαβαθμισμένος, ποιος ξέρει τι είδους σιωπηρή ή μη συμφωνία έχει γίνει ώστε πλανόδιοι μουσικοί και νότες ποτέ δε μπλέκονται αναμεταξύ τους. Προς έκπληξή μου ακούω το παιχνιδιάρικο σφύριγμα ενός φλάουτου. Έκπληξη, όχι γιατί το συγκεκριμένο όργανο δε ταιριάζει στο ύψος του πεζοδρόμου, αλλά γιατί μου φέρνει στο νου κάτι πολύ γνώριμο. Παίρνω θέση σε ένα πεζούλι μαζί με δυο κοπέλες που απολαμβάνουν ζεστές γουλιές σοκολάτας από χάρτινες κούπες που αχνίζουν. Παρατηρώ τις σκιές που δημιουργούνται κάτω από την κίτρινη λάμπα που φωτίζει το μικρό σοκάκι απέναντί μου. Τα μοτίβα των σκιών διακόπτονται από ένα χαρούμενο κόκερ σπάνιελ που κουνάει ακατάσχετα την ουρά του και αφήνει με τις πατούσες του σημάδια στο βρεγμένο πλακόστρωτο. Εστιάζω για λίγα δευτερόλεπτα στα χνάρια που λειτουργούν σαν διακόπτης και βάζουν μπρος στο μπλοκαρισμένο μου μυαλό. Το μυστήριο του γνώριμου ηχητικού τοπίου λύνεται: η μελωδία δε θυμίζει τίποτε άλλο από το παραμύθι του Πέτρου και του Λύκου. Δε μπορώ παρά να χαμογελάσω με τα τερτίπια που παίζουν οι παιδικές μου αναμνήσεις και να αναρωτηθώ αν εκείνο το χιλιοπαιγμένο βυνίλιο με τα παιδικά παραμύθια μετατράπηκε ποτέ σε κασέτα. Άντε και να έγινε, βρες κασετόφωνο να το παίξεις.. Διπλο-χαμογελώ.
Επανέρχομαι στην πραγματικότητα και αφήνω πίσω μου το μαγεμένο φλάουτο για να περάσω στο τελευταίο κομμάτι του πεζοδρόμου όπου επικρατούν οι μοναχικές κρυστάλλινες φωνές ή οι ονειροπώλες, που συνοδεύονται από ντροπαλές κιθάρες και ταλαιπωρημένους από τις μετακινήσεις ενισχυτές. Σήμερα με ξεπροβοδίζει στον πραγματικό κόσμο της πόλης ένα παραπονιάρικο ακορντεόν στα πλήκτρα του οποίου χορεύουν τα λεπτά δάχτυλα ενός μελαχρινού μουσικού με λευκό πουκάμισο και καπέλο που χαμογελά σε όποιον τον κοιτάζει. Κοντοστέκομαι για να ρουφήξω τη τελευταία μελωδία και με αυτό το χαμόγελο κλείνω πίσω μου την πόρτα του μαγικού μουσικου πεζοδρόμου της Shop Street. Βάζω και πάλι τα ακουστικά στα αυτιά και πέρνω μια βαθιά ανάσα. Καλωσήρθατε στο Galway.