Δευτέρα 6 Οκτωβρίου 2014 - Εκεί όπου κάποτε
διατηρούσαν τα κλειστοφοβικά γραφεία
τους μεγαλογιατροί και ψυχολόγοι
έναντι αδράς η λογικής , (ενίοτε) αμοιβής,
μαζί με ένα κάρο ακόμα φαντεζί
ειδικότητες απ αυτές που τυγχάνουν
προσοχής διαχρονικά, απ τον πεινασμένο
για status παλιόκοσμο, σήμερα ήταν κάτι
σαν ενδιάμεση στάση για εναλλακτικούς
των πενήντα και κάτω . Ένας γραφικός
κολπίσκος από στέκια σε μέγεθος
ποντικότρυπας για να πιει κανείς ένα
πότο πριν η μετά, την κύρια έξοδο του.
Καθόμουν σε ένα
τσίγκινο τραπεζάκι στην άκρη της
πλατείας,
παρέα με μια μοναδικά απρόθυμη για έρωτες , εικοσιοχτάρα που χα πλησιάσει σε κάποια απ αυτές τις παράτολμες κρούσεις μου, πριν τρεις μέρες , στην Αγία Παρασκευή. Το γεγονός και μόνο ότι μου είχε τηλεφωνήσει παίρνοντας από απόκρυψη, δε μου ενέπνευσε και πολύ εμπιστοσύνη.
παρέα με μια μοναδικά απρόθυμη για έρωτες , εικοσιοχτάρα που χα πλησιάσει σε κάποια απ αυτές τις παράτολμες κρούσεις μου, πριν τρεις μέρες , στην Αγία Παρασκευή. Το γεγονός και μόνο ότι μου είχε τηλεφωνήσει παίρνοντας από απόκρυψη, δε μου ενέπνευσε και πολύ εμπιστοσύνη.
- «Και τι γράφεις»
ρώτησε μόλις της είπα με τι ασχολούμαι.
- «Διηγήματα
κυρίως . Ιστορίες αστικού τρόμου»
- «Όταν λες ¨αστικού
τρόμου¨».
- «Πολύ πιθανών
να συμβούν καταστάσεων, όπως ένας καφές
με άγνωστη που δε πάει καλά ας πούμε»
είπα.
- «Χα και είναι
τρομακτικό αυτό;»
- «Μετά την 80η
φορά ναι».
- «Είσαι παράξενος»
είπε χωρίς καμιά καλή διάθεση να
κρύβεται πίσω απ αυτό και προσπάθησε
να πάει η κουβέντα στα ασφαλή για αυτήν,
εργασιακά.
- «Και είσαι
ευχαριστημένος απ τη δουλειά σου;»
- «Τι ερώτηση
είναι τώρα αυτή;» έκανα κοιτώντας
παράλληλα πίσω της, μια ψηλοκάβαλη
καστανή σ ένα τραπέζι παρακάτω , που
σηκώθηκε με τη χάρη εφτά νεραϊδών, να
φύγει.
- «Φυσιολογική.
Γιατί θα ‘πρεπε να μιλάνε, κατά τη
γνώμη σου, δυο άνθρωποι που μόλις
γνωρίστηκαν» είπε με μια υφέρπουσα
αναίδεια, διέκρινα, από κάτω.
- «Εμένα πάλι με
κάνουν να πλήττω θανάσιμα αυτού του
είδους οι ερωτήσεις. Ειδικά από
δυο ανθρώπους που γνωρίστηκαν μόλις»
είπα και αναρωτήθηκα τι έχασα που
δεν έτρεξα να εκφράσω τον στιγμιαίο
θαυμασμό μου στην ψηλοκάβαλη που
έβλεπα να χάνεται τώρα σιγά, σιγά στο
στενό της Πανόρμου.
- «Α μάλιστα.
Μπορείς σε παρακαλώ να μη κοιτάς αλλού;»
- «Όχι. Αφενός
δε βλέπω να υπάρχει καμιά διάθεση από
μέρους σου για περαιτέρω και αφ εταίρου
για να μην αισθάνεσαι ότι σε στριμώχνουν
και τώρα με συγχωρείς» είπα και πετάχτηκα
μέχρι το αεικίνητο κορίτσι του καφέ,
απέναντι, τακτοποίησα το λογαριασμό
και την άφησα πίσω μου παρέα με την
ατσάλινη ηθική της. Επόμενη στάση ήταν
το «Καφεκούτι» ένα στενό και πνιγηρό
μπαρ απ τα πιο διάσημα της περιοχής.
Η πελατεία του
μαγαζιού, μια ορδή από καχεκτικά
διανοούμενα φρικιά, με κοινό ενδυματολογικό
κώδικα και διάλεκτο, υποψήφια σ άλλες
εποχές για τον πάτο του Καιάδα, που
έχαιραν όμως τώρα της πλήρους αναγνώρισης
και αποδοχής από το περιβάλλον καθώς
και αναμεταξύ των. Ο αστικός φυλετισμός
σε όλο του το μεγαλείο. Ο σαραντάχρονος
Κοτσιδάκιας που εκτελούσε απόψε χρέη
μπάρμαν δε φάνηκε να με πολυσυμπαθεί
με το που με είδε. Χωρίς να πτοηθώ απ το
βλέμμα του ζήτησα μια τσέχικη μοναστηριακή
μπύρα ποτήρι και περίμενα την παραγγελία
μου . Συγχωρείστε μου το κάπως αφοριστικό
αυτό πνεύμα αλλά δεν τρέφω καμία απολύτως
εκτίμηση στους άντρες που πιάνουν τα
μαλλιά τους κότσο μετά τα τριάντα.
Κοίταξα ένα γύρο να δω που βρισκόμαστε
από γυναίκες.
Μια καλοκρατημένη
σαρανταοκτάρα με έντονα μαυρισμένο
δέρμα απ την υπερέκθεση στον μεσημεριανό
ήλιο, στέκονταν πλάτη και τα λέγε με
δυο συνομήλικες φίλες της, χαμηλές σα
σκαμνιά. Παρότι είχε μια πενταετία
ακόμη μπροστά της να παίξει σαν ερωμένη
αξιώσεων, προέβλεψα πως ακόμα ένα
καλοκαίρι να στέκονταν κάτω απ το
αδυσώπητο Ελληνικό φως και θα μεταπηδούσε
απευθείας στα εβδομήντα.
Αν και σεξουαλικά
ανεπιβεβαίωτος αν κρίνω από το
προηγούμενο περιστατικό με την νεαρά,
εν τούτοις περίμενα η φάτσα μου να πιάσει
απόψε μια καλή τιμή. Χειρότερο ακόμα
κι απ το να χεις το γυναικοδιώχτη είναι
να πιστέψεις ότι τον έχεις. Ο κοτσιδάκιας
έφερε τη μπύρα μου και την απόθεσε
μπροστά μου ξερά, σα να ευχόταν να πνιγώ
με δαυτην.
Από το δερμάτινο
μπουφάν και το σκουλαρίκι που φορούσε,
υπέθεσα ότι πρέπει να οδηγούσε μηχανή.
Έβγαλα και τον
πλήρωσα ευχόμενος και εγώ με τη σειρά
μου ¨ μοιραία κατάληξη¨, σε κάποιο
χιλιόμετρο της εθνικής οδού Αθηνών-
Λαμίας.
Ένας ψηλός
μαμούχαλος καστανός απ αυτούς που
βλέπει κανείς να κυκλοφορούν σε
εκατομμύρια αντίτυπα έξω , ήρθε εκεί
που καθόμουν .
- «Συγνώμη
σκοπεύετε να καθίσετε;» ρώτησε δείχνοντας
το άδειο σκαμπό πίσω μου. Έσερνε από
κοντά ένα γυναίκαρο 1.82 με ίσιο παπούτσι
και ένα άβαφο αγαλμάτινο μούτρο που
δε χρειαζόταν τίποτα για να ¨δείξει¨.
- «Ναι. Κάθομαι»
τον διαβεβαίωσα.
- «Επειδή είμαστε
δύο και είστε ένας » μου εξήγησε
χαμογελώντας ανόητα και θέλοντας να
σε κάνει ίσως να νιώσεις ότι πιάνεις
πολύτιμο χώρο .
- «Και τι σημαίνει
τώρα αυτό ;»
- «Καλώς» έκανε
σα να του φάνηκες κι ανάγωγος από πάνω
και ξεκουμπίστηκε με την αχλάδω του να
ακολουθεί τον αιώνιο Έλληνα πίθηκο.
Να πάρει η οργή. Πολύ μαζικό σκεπτικό
είχε αυτός ο νεαρόκοσμος σήμερα. Άπαξ
και δε συνοδευόσουν, όλοι γύρευαν να
σε εκτοπίσουν. Κάθισα στην κερδισμένη
¨με ιδρώτα και αγώνες¨ θέση μου και
ήπια το ποτό μου όσο πιο αργά μπορούσα.
Κοίταξα να δω αν σαγηνεύτηκε καμιά
από τις ευρισκόμενες εκεί μέσα απ την
γνήσια αλά Sergio Leone μελαγχολία μου.
Τζίφος. Μόνο μια ξεπλυμένη ξανθιά άνω
των σαράντα που θεώρησε μάλιστα ότι μου
‘κανε και χάρη που με κοίταξε πολλά
υποσχόμενη, μια δυο φορές. Σήκωσα το
ποτήρι μου. Αν έπρεπε να πιεις σε κάτι
, τότε αυτό ήταν το ότι δε κατάφεραν
να σε κλείσουν σπίτι σου απόψε όλοι
αυτοί.