Δευτέρα 22 Σεπτεμβρίου 2014 - Μοναστηράκι, Τετάρτη μεσημέρι. Ο ήλιος δυνατός και ζεστός, να σε χτυπάει στα μάτια μέσα από τα πολυγρατζουνισμένα γυαλιά σου και να καταρριέσαι που πάλι δεν αξιώθηκες να πάρεις γυαλιά.
Χαμένη ανάμεσα σε βιβλία με κιτρινιασμένες, ξεφτυσμένες σελίδες που μυρίζουν παλιό χαρτί και πολυγρατζουνισμένους δίσκους βινυλλίου, το μάτι μου έπεσε πάνω σε ένα παμπάλαιο σκουριασμένο σίδερο, από αυτά που γέμιζαν οι γιαγιάδες μας κάρβουνο και πατούσαν τα κολάρα από τα γαλάζια πουκάμισα του παππού.
Πλησίασα αδέξια, ψάχνοντας μια καλή γωνία να το αποτυπώσω, παίζοντας με τις ρυθμίσεις της μηχανής μου, περήφανη που μετά από χρόνια τις κατάλαβα πλέον και μπορώ και τις χρησιμοποιώ. Ενθουσιασμένη με το μικρό αυτό, ασήμαντο κατά τα άλλα, αντικείμενο, κοίταξα μέσα από το φακό για να εστιάσω. Μόνο που η φωτογραφική μου μηχανή τα είχε υπολογίσει αλλιώς. Μετά από αλλεπάλληλα ζουμαρίσματα και μια σειρά περίεργους θορύβους που εκ των υστέρων μοιάζουν σα θυμωμένα μουρμουρίσματα, αντίδραση στη βλακειώδη μανία μου να ασχολούμαι με τα άψυχα και όχι με τα έμψυχα σε αυτή τη ζωή, εστίασε πίσω από το σίδερο σε μια παλιά φωτογραφία ενός μικρού κοριτσιού. Ενστικτωδώς κατέβασα τη μηχανή από μπροστά μου, κοιτώντας τη φωτογραφία σαν πιτσιρίκι που μόλις του μηνύσανε ότι έκανε ζημιά και κοντοστέκεται να το καλοσκεφτεί.
Άπλωσα το χέρι και σήκωσα προσεκτικά τη φωτογραφία, αψηφώντας την πινακίδα «Μην αγγίζετε».
Αγγίζονται σάμπως οι αναμνήσεις; Τη γύρισα ανάποδα σε μια προσπάθεια να βρω στοιχεία γι αυτό το κατεργάρικο κοριτσίστικο βλέμμα. «Ελένη Κυριαζίδη, Αθήνα 1937». Ήταν γραμμένο με γράμματα λεπτά, γράμματα που προήλθαν από χέρι νευρικό. Γονατισμένη και μουδιασμένη καθώς ήμουν, έριξα το βάρος στο άλλο πόδι, κοιτώντας πίσω μου τον μαγαζάτορα που μου έριχνε παγωμένα βλέμματα ψάχνοντας αφορμή να με κατσαδιάσει, και άφησα απαλά τη φωτογραφία στη θέση της. Σηκώθηκα παριστάνοντας την αδιάφορη, μα μόλις ξέφυγα από το βλέμμα του εκνευρισμένου ιδιοκτήτη επανέλαβα την ιεροτελεστία με το μικρό ξεθωριασμένο σίδερο. Τζίφος. Μήτε εκνευρισμένα γράμματα, μήτε χρονολογίες. Κι όμως, για κάποιο λόγο ανεξήγητο, ήμουν σίγουρη ότι οι δυο αυτές υπάρξεις έχουν κάπου ανταμωθεί στο πέρασμα του χρόνου.
Ο φωτογράφος είχε ήδη στήσει το τρίποδο και τον βαρύ εξοπλισμό στο σαλόνι, ύστερα από υπόδειξη της κυρίας Κυριαζίδη. Του φάνηκε λίγο πικρόχολη, λίγο συμφοριασμένη, μα με τόσα κουτσούβελα και τέτοιο σαματά, έδωσε τόπο στην οργή. Όλοι ήταν έτοιμοι, είχαν φορέσει τα καλά τους, που ‘χαν πλυθεί και σιδερωθεί προσεκτικά. Μετά από κόπο και φωνές στήσανε τα μικρά στον καναπέ.Ο Κωνσταντίνος, έστεκε ευθυτενής δίπλα στον πατέρα του, όρθιοι και οι δυο πίσω από τον καναπέ. Η Κατερίνα καθόταν στη μια άκρη και η Λενιώ στην άλλη, αφήνοντας στη μέση χώρο για τη κυρία Κυριαζίδη, που πάσχιζε να στρώσει τα καλύμματα. Όταν επιτέλους έκτασε και αυτή-ποτέ δε μάθαμε το μικρό της όνομα- σταθήκανε όλοι ακίνητοι. Όλοι, εκτός απ΄τη Λενιώ που κουνούσε τα ποδαράκια της παιχνιδιάρικα, μιας και έτσι όπως καθόταν στον καναπέ δεν φτάναν να ακουμπήσουν στο πάτωμα. «Μικρή κάτσε λίγο ακίνητη», είπε ο φωτογράφος υπομονετικά, ενώ το έξαλλο βλέμμα της μάνας της που τη λοξοκοίταξε στιγμιαία έκανε τη μικρή να παγώσει. Μια μεγάλη λάμψη τους τύφλωσε και ένα
«Παφ!» σήμανε τη λήξη της ακινησίας.
Σειρά είχαν οι ατομικές φωτογραφίες. Ένας-ένας στηνόταν με καμάρι περιμένοντας την εκτυφλωτική λάμψη και το λυτρωτικό «Παφ». Εντωμεταξύ το Λενιώ, μιας και ήταν ανήσυχη ψυχή, είχε ήδη αρχίσει να τρέχει και να κυλιέται στο πάτωμα, κυνηγώντας έντομα και κάθε λογής ζωντανό. «Απείθαρχο κορίτσι», είπε ξεφυσώντας η κυρία Κυριαζίδη. Έπειτα, σαν κάποιος να της έβαλε φωτιά, πετάχτηκε απότομα και τράβηξε θυμωμένη προς το ανέμελο κορίτσι. Ακολούθησε μια σκηνή με φωνές που έληξε στέλνωντας τη Λενιώ πάνω με την Ευαγγελία, την υπηρέτρια του σπιτιού, καθώς σύμφωνα με την κυρία Κυριαζίδη το φουστάνι της μικρής ήθελε ξανά σιδέρωμα, μετά τα καμώματά της. Η Ευαγγελία έβαλε φουριασμένη τα κάρβουνα στο μικρό σίδερο και πήγε να φέρει νερό. «Κακομοίρα μου μη κουνηθείς, θα μας σφάξει η μάνα σου και τις δυο!», της είπε νευριασμένα. Η Λενιώ υπάκουσε, καθώς τη συμπαθουσε τη νεαρή και δεν ήθελε να τη βάλει σε μπελάδες. Κοιτώντας το σίδερο να αχνίζει το πλησίασε διστακτικά. Είχε δει αμέτρητες φορές την Ευαγγελία να σιδερώνει. Κοντοστάθηκε για λίγο μα μετά το έπιασε αποφασιστικά και ρίχτηκε στη δουλειά. Η Ευαγγελία θα χαιρόταν που τη βοηθάει, μια τέτοια μέρα που όλο το σπίτι είναι ανάκατο. Η περηφάνια της όμως δε κράτησε πολύ. Το σίδερο άρχισε να καίει πολύ και να κολλάει, άσε που τόσο τα χέρια της όσο και το φουστάνι είχαν γίνει κομμάτι μαύρα. Η Ευαγγελία έβγαλε μια κραυγή απόγνωσης και μπήκε στο δωμάτιο κρατώντας τα μάγουλά της με τα χέρια της.
Ακολούθησε σαματάς και χάος μεγάλο, με τη κυρία Κυριαζίδη να ωρύεται, την Ευαγγελία να τρέχει να συμαζέψει τα ασυμάζευτα και τη μικρή Λενιώ να κλαίει, προδωμένη έτσι αμείλικτα από ένα τιποτένιο σίδερο. Ώρες αργότερα, και χάρις τις ικανότητες της Ευαγγελίας, η Λενιώ καθόταν στο μικρό σκαμπώ, ποζάροντας και κρύβοντας με το αριστερό της χέρι το κατεστραμμένο τμήμα του ταλαιπωρημένου της φουστανιού. Κορδωμένη και περήφανη που τελικά ένα σίδερο δε κατάφερε να χαλάσει τούτη τη στιγμή που τόσο λαχταρούσε, περίμενε τη λάμψη και άφησε, πριν από το «Παφ», ένα ελαφρό μειδίαμα, που την ακολουθεί από τότε, σε όλη της τη ζωή. Αθήνα, 1937.
Η ιστορία αυτή, από την αρχή μέχρι το τέλος, είναι ένα μπερδεμένο συνοθήλευμα φαντασίας και πραγματικότητας. Παρακαλούνται οι αναγνώστες να μην επιχειρήσουν συνδέσεις με πρόσωπα πραγματικά, αν όμως επιθυμούν να δουν ιδίοις όμασι τα αντικείμενα που αποτέλεσαν αφορμή για αυτό το μπέρδεμα, δεν έχουν παρά να περπατήσουν ένα πρωινό στο μοναστηράκι, με το κεφάλι σκυφτό. Άλλωστε, πάντοτε χάμω κρύβονται οι αναμνήσεις.
Χαμένη ανάμεσα σε βιβλία με κιτρινιασμένες, ξεφτυσμένες σελίδες που μυρίζουν παλιό χαρτί και πολυγρατζουνισμένους δίσκους βινυλλίου, το μάτι μου έπεσε πάνω σε ένα παμπάλαιο σκουριασμένο σίδερο, από αυτά που γέμιζαν οι γιαγιάδες μας κάρβουνο και πατούσαν τα κολάρα από τα γαλάζια πουκάμισα του παππού.
Πλησίασα αδέξια, ψάχνοντας μια καλή γωνία να το αποτυπώσω, παίζοντας με τις ρυθμίσεις της μηχανής μου, περήφανη που μετά από χρόνια τις κατάλαβα πλέον και μπορώ και τις χρησιμοποιώ. Ενθουσιασμένη με το μικρό αυτό, ασήμαντο κατά τα άλλα, αντικείμενο, κοίταξα μέσα από το φακό για να εστιάσω. Μόνο που η φωτογραφική μου μηχανή τα είχε υπολογίσει αλλιώς. Μετά από αλλεπάλληλα ζουμαρίσματα και μια σειρά περίεργους θορύβους που εκ των υστέρων μοιάζουν σα θυμωμένα μουρμουρίσματα, αντίδραση στη βλακειώδη μανία μου να ασχολούμαι με τα άψυχα και όχι με τα έμψυχα σε αυτή τη ζωή, εστίασε πίσω από το σίδερο σε μια παλιά φωτογραφία ενός μικρού κοριτσιού. Ενστικτωδώς κατέβασα τη μηχανή από μπροστά μου, κοιτώντας τη φωτογραφία σαν πιτσιρίκι που μόλις του μηνύσανε ότι έκανε ζημιά και κοντοστέκεται να το καλοσκεφτεί.
Άπλωσα το χέρι και σήκωσα προσεκτικά τη φωτογραφία, αψηφώντας την πινακίδα «Μην αγγίζετε».
Αγγίζονται σάμπως οι αναμνήσεις; Τη γύρισα ανάποδα σε μια προσπάθεια να βρω στοιχεία γι αυτό το κατεργάρικο κοριτσίστικο βλέμμα. «Ελένη Κυριαζίδη, Αθήνα 1937». Ήταν γραμμένο με γράμματα λεπτά, γράμματα που προήλθαν από χέρι νευρικό. Γονατισμένη και μουδιασμένη καθώς ήμουν, έριξα το βάρος στο άλλο πόδι, κοιτώντας πίσω μου τον μαγαζάτορα που μου έριχνε παγωμένα βλέμματα ψάχνοντας αφορμή να με κατσαδιάσει, και άφησα απαλά τη φωτογραφία στη θέση της. Σηκώθηκα παριστάνοντας την αδιάφορη, μα μόλις ξέφυγα από το βλέμμα του εκνευρισμένου ιδιοκτήτη επανέλαβα την ιεροτελεστία με το μικρό ξεθωριασμένο σίδερο. Τζίφος. Μήτε εκνευρισμένα γράμματα, μήτε χρονολογίες. Κι όμως, για κάποιο λόγο ανεξήγητο, ήμουν σίγουρη ότι οι δυο αυτές υπάρξεις έχουν κάπου ανταμωθεί στο πέρασμα του χρόνου.
Ο φωτογράφος είχε ήδη στήσει το τρίποδο και τον βαρύ εξοπλισμό στο σαλόνι, ύστερα από υπόδειξη της κυρίας Κυριαζίδη. Του φάνηκε λίγο πικρόχολη, λίγο συμφοριασμένη, μα με τόσα κουτσούβελα και τέτοιο σαματά, έδωσε τόπο στην οργή. Όλοι ήταν έτοιμοι, είχαν φορέσει τα καλά τους, που ‘χαν πλυθεί και σιδερωθεί προσεκτικά. Μετά από κόπο και φωνές στήσανε τα μικρά στον καναπέ.Ο Κωνσταντίνος, έστεκε ευθυτενής δίπλα στον πατέρα του, όρθιοι και οι δυο πίσω από τον καναπέ. Η Κατερίνα καθόταν στη μια άκρη και η Λενιώ στην άλλη, αφήνοντας στη μέση χώρο για τη κυρία Κυριαζίδη, που πάσχιζε να στρώσει τα καλύμματα. Όταν επιτέλους έκτασε και αυτή-ποτέ δε μάθαμε το μικρό της όνομα- σταθήκανε όλοι ακίνητοι. Όλοι, εκτός απ΄τη Λενιώ που κουνούσε τα ποδαράκια της παιχνιδιάρικα, μιας και έτσι όπως καθόταν στον καναπέ δεν φτάναν να ακουμπήσουν στο πάτωμα. «Μικρή κάτσε λίγο ακίνητη», είπε ο φωτογράφος υπομονετικά, ενώ το έξαλλο βλέμμα της μάνας της που τη λοξοκοίταξε στιγμιαία έκανε τη μικρή να παγώσει. Μια μεγάλη λάμψη τους τύφλωσε και ένα
«Παφ!» σήμανε τη λήξη της ακινησίας.
Σειρά είχαν οι ατομικές φωτογραφίες. Ένας-ένας στηνόταν με καμάρι περιμένοντας την εκτυφλωτική λάμψη και το λυτρωτικό «Παφ». Εντωμεταξύ το Λενιώ, μιας και ήταν ανήσυχη ψυχή, είχε ήδη αρχίσει να τρέχει και να κυλιέται στο πάτωμα, κυνηγώντας έντομα και κάθε λογής ζωντανό. «Απείθαρχο κορίτσι», είπε ξεφυσώντας η κυρία Κυριαζίδη. Έπειτα, σαν κάποιος να της έβαλε φωτιά, πετάχτηκε απότομα και τράβηξε θυμωμένη προς το ανέμελο κορίτσι. Ακολούθησε μια σκηνή με φωνές που έληξε στέλνωντας τη Λενιώ πάνω με την Ευαγγελία, την υπηρέτρια του σπιτιού, καθώς σύμφωνα με την κυρία Κυριαζίδη το φουστάνι της μικρής ήθελε ξανά σιδέρωμα, μετά τα καμώματά της. Η Ευαγγελία έβαλε φουριασμένη τα κάρβουνα στο μικρό σίδερο και πήγε να φέρει νερό. «Κακομοίρα μου μη κουνηθείς, θα μας σφάξει η μάνα σου και τις δυο!», της είπε νευριασμένα. Η Λενιώ υπάκουσε, καθώς τη συμπαθουσε τη νεαρή και δεν ήθελε να τη βάλει σε μπελάδες. Κοιτώντας το σίδερο να αχνίζει το πλησίασε διστακτικά. Είχε δει αμέτρητες φορές την Ευαγγελία να σιδερώνει. Κοντοστάθηκε για λίγο μα μετά το έπιασε αποφασιστικά και ρίχτηκε στη δουλειά. Η Ευαγγελία θα χαιρόταν που τη βοηθάει, μια τέτοια μέρα που όλο το σπίτι είναι ανάκατο. Η περηφάνια της όμως δε κράτησε πολύ. Το σίδερο άρχισε να καίει πολύ και να κολλάει, άσε που τόσο τα χέρια της όσο και το φουστάνι είχαν γίνει κομμάτι μαύρα. Η Ευαγγελία έβγαλε μια κραυγή απόγνωσης και μπήκε στο δωμάτιο κρατώντας τα μάγουλά της με τα χέρια της.
Ακολούθησε σαματάς και χάος μεγάλο, με τη κυρία Κυριαζίδη να ωρύεται, την Ευαγγελία να τρέχει να συμαζέψει τα ασυμάζευτα και τη μικρή Λενιώ να κλαίει, προδωμένη έτσι αμείλικτα από ένα τιποτένιο σίδερο. Ώρες αργότερα, και χάρις τις ικανότητες της Ευαγγελίας, η Λενιώ καθόταν στο μικρό σκαμπώ, ποζάροντας και κρύβοντας με το αριστερό της χέρι το κατεστραμμένο τμήμα του ταλαιπωρημένου της φουστανιού. Κορδωμένη και περήφανη που τελικά ένα σίδερο δε κατάφερε να χαλάσει τούτη τη στιγμή που τόσο λαχταρούσε, περίμενε τη λάμψη και άφησε, πριν από το «Παφ», ένα ελαφρό μειδίαμα, που την ακολουθεί από τότε, σε όλη της τη ζωή. Αθήνα, 1937.
Η ιστορία αυτή, από την αρχή μέχρι το τέλος, είναι ένα μπερδεμένο συνοθήλευμα φαντασίας και πραγματικότητας. Παρακαλούνται οι αναγνώστες να μην επιχειρήσουν συνδέσεις με πρόσωπα πραγματικά, αν όμως επιθυμούν να δουν ιδίοις όμασι τα αντικείμενα που αποτέλεσαν αφορμή για αυτό το μπέρδεμα, δεν έχουν παρά να περπατήσουν ένα πρωινό στο μοναστηράκι, με το κεφάλι σκυφτό. Άλλωστε, πάντοτε χάμω κρύβονται οι αναμνήσεις.