Μετά την ολοκλήρωση του έργου τους: να μεταφέρουν τα οστά των γονιών της Άννας στον οικογενειακό τους τάφο, οι δύο ηρωίδες, οι τόσο διαφορετικές μεταξύ τους, προσπαθούν να συνεχίσουν τη ζωή τους, μα μόνο η μία τελικά είναι εφικτό να βρει νόημα και να συνεχίσει.
Μας δόθηκε η ευκαιρία να παρακολουθήσουμε το φιλμ σε μια ειδική προβολή του 54ου Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης 2013. Η ταινία του Παβλικόβσκι είναι γυρισμένη σε ασπρόμαυρο, πράγμα που αποδίδει καλύτερα την ατμόσφαιρα της εποχή του εξήντα στην Πολωνία. Η αίσθηση που δημιουργείται είναι πως πρόκειται για μια ταινία που πράγματι γυρίστηκε την εποχή εκείνη, πράγμα που προσθέτει στην γνησιότητα και την πειστικότητα της ιστορίας. Το ασπρόμαυρο ως επιλογή αισθητική, δεν χρησιμοποιείται στην σύγχρονη εποχή πολύ συχνά, ίσως επειδή το κοινό σήμερα δεν είναι συνηθισμένο στην λιτή ασπρόμαυρη φωτογραφία, όμως, στην συγκεκριμένη ταινία, μοιάζει να είναι μια επιλογή που συνάδει με το θέμα, την εποχή και την ψυχολογική κατάσταση των δύο ηρωίδων. Σε αυτό που θα πρέπει να σταθεί κανείς, είναι το δημιουργικό καδράρισμα των τοπίων και των προσώπων από τον σκηνοθέτη. Το format είναι 4:3 και όχι 16:9, όπως είναι η συνήθης επιλογή σήμερα. Ο κόσμος μοιάζει να εκτίνεται (και) προς τα πάνω, κάθετα δηλαδή στο κάδρο και όχι μόνο οριζόντια. Ο σκηνοθέτης, καδράρει τα πρόσωπα στο κάτω πεδίο του πλάνου και αφήνει αυτό που υπάρχει από πάνω τους να υπάρχει παράλληλα ως οπτική. Με αυτό τον τρόπο υπάρχει η αίσθηση του κόσμου που εκτείνεται και προς τα πάνω, όπως συμβαίνει και στην πραγματική ζωή. Τα κτίρια από πάνω, οι εσωτερικοί χώροι που έχουν ταβάνι, και έξω στην ύπαιθρο τελικά, ο ουρανός της Πολωνίας, γκρίζος και συννεφιασμένος, όπως η ιστορία που παρακολουθούμε. Θα έλεγε κανείς, πως μοιάζει σαν να εκφράζεται η οπτική της αδελφής Άννας απέναντι στον νέο κόσμο που βλέπει ως νεοφώτιστη και στον Θεό above.
Η
αυτοκτονία της Βάντα μοιάζει ως φυσικό επακόλουθο της ζωής που ζει ως
μοναχική αλκοολική που αλλάζει εραστές τής μια νύχτας, χωρίς οικογένεια,
παιδιά και στημένη ζωή όπως κάποτε. Η γνωριμία της με την Άννα, ίσως
είναι το τελευταίο έργο της ζωής της που να έχει κάποιο νόημα. Να
γνωρίσει την πιο κοντινή νεαρή συγγενή της, και να της αποκαλύψει από
που προέρχεται. Η Βάντα γοητεύεται από την απλότητα και από αυτό που
εκπέμπει η ανιψιά της. Ίσως και να της θυμίζει τον παλιό της χαμένο,
ζωντανό εαυτό ή ακόμα και την χαμένη της αδελφή. Μετά το κοινό τους
ταξίδι -αναζήτηση, και την επιστροφή της Άννας στο μοναστήρι για την
χειροτονία της, μοιάζει να έχει ολοκληρώσει, να μην έχει κάποιον άλλο
σκοπό στη ζωή, τη ζωή που δεν είναι πια αγνή και λιτή, όπως της ανιψιάς
της. Ταυτοχρόνως, υπάρχει και το εισαγγελικό παρελθόν της, που την
ακολουθεί αρνητικά μέσα της. Υπήρξε η "Κόκκινη Βάντα" που έστειλε στην
αγχόνη ανθρώπους διωκόμενους από το κομμουνιστικό καθεστώς, για
αδικήματα που σε άλλες χώρες θεωρούνται πταίσματα, σαν κάτι δηλαδή
παρόμοιο με αυτό που έκαναν η ναζί κατά το Ολοκαύτωμα, ακόμα και στην
ίδια της την οικογένεια.
Το πιο σημαντικό γίνεται μετά την κηδεία της Βάντα. Η Άννα πετάει τα μοναστηριακά της ρούχα και βάζει τα φορέματα της θείας της. Αρχίζει να πίνει βότκα και κάνει έρωτα με τον νεαρό σαξοφωνίστα που γνώρισε τυχαία στην περιπλάνησή τους στην πολωνική ύπαιθρο. Η Άννα αλλάζει, γίνεται η θεία της. Σαν να της αποτίνει έναν φόρο τιμής μετά τον θάνατό της, επειδή της έδειξε την προηγούμενη ζωή της και την εισήγαγε στον κόσμο τον αληθινό, πέρα από την κλειστή μοναστηριακή ζωή. Η Άννα αλλάζει και γίνεται η Ίντα που θα ήταν, εάν είχε τους γονείς της και τους συγγενείς της και δεν μεγάλωνε μόνη σε ορφανοτροφείο. Η Άννα αλλάζει σαν να θέλει να δείξει πως πράγματι επηρεάστηκε από την Βάντα, που της δίδαξε κάτι. Αλλάζει για να συνδεθεί με την οικογένεια που δεν γνώρισε, για να πάρει μια γεύση από τον εαυτό της, όπως θα ήταν αν όλα πήγαιναν καλά στο παρελθόν. Όμως, τα πράγματα δεν συνέβησαν έτσι. Ο χρόνος που πέρασαν οι δυο γυναίκες μαζί ήταν ελάχιστος. Η Ίντα δεν υπάρχει, είναι κάτι που υπήρχε στο παρελθόν, είναι κάτι που ούτε καν υπήρξε για την ίδια, παρά μόνο για τους άλλους, μιας και μπήκε στο ορφανοτροφείο βρέφος. Η αδελφή Άννα, δοκιμάζει να γίνει η Ίντα που της περιέγραψε η θεία της, πράγμα αδύνατο, μα παρόλα αυτά δίνει μια ευκαιρία και σε αυτό ως επιλογή ζωής. Η Άννα είναι αυτή που δεν γνώρισε οικογένεια. Είναι χριστιανή μοναχή πια και όχι εβραία. Αυτό έχει βιώσει. Η Άννα επιστρέφει στο μοναστήρι επειδή δεν μπορεί να αλλάξει και να συνεχίσει τη ζωή της με τον νεαρό μουσικό ως Ίντα, δηλαδή ως κάτι που δεν είναι. Είναι ένα διαφορετικό πλάσμα, αλλά αυτή είναι, και αυτό θα συνεχίσει να είναι στο δικό της δρόμο και στη δική της ζωή.
Το πιο σημαντικό γίνεται μετά την κηδεία της Βάντα. Η Άννα πετάει τα μοναστηριακά της ρούχα και βάζει τα φορέματα της θείας της. Αρχίζει να πίνει βότκα και κάνει έρωτα με τον νεαρό σαξοφωνίστα που γνώρισε τυχαία στην περιπλάνησή τους στην πολωνική ύπαιθρο. Η Άννα αλλάζει, γίνεται η θεία της. Σαν να της αποτίνει έναν φόρο τιμής μετά τον θάνατό της, επειδή της έδειξε την προηγούμενη ζωή της και την εισήγαγε στον κόσμο τον αληθινό, πέρα από την κλειστή μοναστηριακή ζωή. Η Άννα αλλάζει και γίνεται η Ίντα που θα ήταν, εάν είχε τους γονείς της και τους συγγενείς της και δεν μεγάλωνε μόνη σε ορφανοτροφείο. Η Άννα αλλάζει σαν να θέλει να δείξει πως πράγματι επηρεάστηκε από την Βάντα, που της δίδαξε κάτι. Αλλάζει για να συνδεθεί με την οικογένεια που δεν γνώρισε, για να πάρει μια γεύση από τον εαυτό της, όπως θα ήταν αν όλα πήγαιναν καλά στο παρελθόν. Όμως, τα πράγματα δεν συνέβησαν έτσι. Ο χρόνος που πέρασαν οι δυο γυναίκες μαζί ήταν ελάχιστος. Η Ίντα δεν υπάρχει, είναι κάτι που υπήρχε στο παρελθόν, είναι κάτι που ούτε καν υπήρξε για την ίδια, παρά μόνο για τους άλλους, μιας και μπήκε στο ορφανοτροφείο βρέφος. Η αδελφή Άννα, δοκιμάζει να γίνει η Ίντα που της περιέγραψε η θεία της, πράγμα αδύνατο, μα παρόλα αυτά δίνει μια ευκαιρία και σε αυτό ως επιλογή ζωής. Η Άννα είναι αυτή που δεν γνώρισε οικογένεια. Είναι χριστιανή μοναχή πια και όχι εβραία. Αυτό έχει βιώσει. Η Άννα επιστρέφει στο μοναστήρι επειδή δεν μπορεί να αλλάξει και να συνεχίσει τη ζωή της με τον νεαρό μουσικό ως Ίντα, δηλαδή ως κάτι που δεν είναι. Είναι ένα διαφορετικό πλάσμα, αλλά αυτή είναι, και αυτό θα συνεχίσει να είναι στο δικό της δρόμο και στη δική της ζωή.