O Γιάννης Τσαρούχης (1910-1989) ύμνησε, όσο κανείς άλλος Έλληνας ζωγράφος, την ανδρική μορφή σε όλη τη διάρκεια του εικαστικού το βίου, σε σημείο που η ανδρική φιγούρα να μετατρέπεται σε χαρακτηριστικό μοτίβο της καλλιτεχνικής του παραγωγής. Στο έργο του συνυπάρχει ο νεαρός θαμώνας ενός καφενείου με τον ναύτη και τον ημίγυμνο ή γυμνό κολυμβητή που χορεύει ζεϊμπέκικο, αλλά και με τους στρατιώτες που χορεύουν κι αυτή με τη σειρά τους, ο γυμνός άγγελος με τον άνδρα που μεταμορφώνεται και σε μια διαφορετική εποχή του χρόνου, ο φτερωτός θεός του έρωτα με τον καταδιωκόμενο Εσατζή. Ο Τσαρούχης κατάφερε να δώσει νέα πνοή στη νεοελληνική ζωγραφική, αλλάζοντας τις συνιστώσες και την εικονογραφία, κυρίως αυτήν της αναπαράστασης της ανδρικής μορφής, προκαλώντας αντιδράσεις με τις τολμηρές ανδρικές φιγούρες που γίνονται οι πρωταγωνιστές του έργου του, αλλά και σύμβολα της προσωπικής έκφρασης του ζωγράφου, γεγονός που οδήγησε και σε μια ψυχική ελευθερία και απενεχοποίηση όχι μόνο του ίδιου, αλλά και των θαυμαστών του έργου του.
.
.
Η ατομική του έκθεση, που διεξήχθη το 1938, με έργα της περιόδου 1929-1938, διχάζει και σκανδαλίζει κοινό και κριτκούς. Ο Ι.Μ. Παναγιωτόπουλος εκτιμά πως κάθε έργο του είναι ένας «παλιάνθρωπος», ενώ ο Ζαχαρίας Παπαντωνίου θα επιτεθεί στον Τσαρούχη, κατηγορώντας τον για λαϊκισμό και καταδικάζοντας την υπερβολή των νεωτερισιτκών τάσεων που επέφεραν τα έργα του. Ο Ζιώγας τον αποκαλεί Κ.Κ.Ε. της Τέχνης και τον προτρέπει να μελετήσει τους Παρθένη και Κόντογλου, οι οποίοι ήταν και δάσκαλοί του. Χαρακτηριστικό, επίσης, είναι το γεγονός της απομάκρυνσης από την έκθεση μιας ξύλινης σύνθεσης που απεικόνιζε δυο ναύτες, τον έναν με στολή, τον άλλον γυμνό. Επιπλέον, το 1938 αποτελεί μια χρονιά-τομή στη θεματογραφία του, αφού πρωτοεμφανίζεται στο έργο του ο έρωτας ως γυμνός νεαρός άνδρας, ενώ σε ένα σχέδιο που χρονολογείται το 1939 απεικονίζεται για πρωτη φορά ο γυμνός φτερωτός ανδρας. Ήδη από το 1936, στα έργα του εντοπίζεται ο γυμνός νεαρός άνδρας που κοιτά έντονα και χωρίς δισταγμό τον θεατή. (έργο: "Γυμνό όρθιο σε φόντο με κουίντα καμπαρέ")
Μέσα από την εικονογραφική αυτή επιλογή, όπως έχει ήδη επισημανθεί από την Ειρήνη Φλώρου στη διατριβή της για το ζωγραφικό έργο του Τσαρούχη, ο καλλιτέχνης επιχειρεί συνειδητά μια εξιδανίκευση κι αποθέωση του άντρα προερχόμενου από τα λαϊκά στρώματα, μια εικόνα που εντάσσεται σε μια εποχή που το αίτημα για τον προσδιορισμό και την ταυτότητα της ελληνικής τέχνης ήταν έντονο κι επιτακτικό και που ήδη αρκετοί καλλιτέχνες επανέφεραν στο προσκήνιο, μέσω της ατομικής τους καλλιτεχνικής παραγώγής, τη βυζαντινή και λαϊκή τέχνη.
Σκιαγραφώντας, όμως, τον έπαινο και τον θαυμασμό για τον βιοπαλαιστή, που παρομοιάζεται με αρχαιοελληνικό άγαλμα και που επωμίζεται το ρόλο του συνεχιστή της παράδοσης, o Τσαρούχης δηλώνει αποκαλυπτικά και την προσωπική του συγκίνηση μπροστά στο ανδρικό κάλλος. Βέβαια, η πρόθεση αυτή του καλλιτένη θα μείνει στο περιθώριο για αρκετές δεκαετίες, αφού οι μελετητές δεν θα τολμήσουν να ταυτίσουν την αναπαράσταση της ανδρικής μορφής με την προσωπική ζώη του. Στο αφιέρωμα του περιοδικού Η Λέξη για τον ζωγράφο, στο άρθρο του, ο Τάκης Μαυρωτάς τολμά να υπογραμμίσει όχι μόνο τη λατρεία προς το ανδρικό γυμνό, αλλά κυρίως τη διάθεση του Τσαρούχη να αποτυπώσει στα έργα του την προσωπική του ερωτική επιθυμία, μέσα από τα «ηδονικά σώματα», όπως ο ίδιος ο ιστορικός τέχνης τα περιγράφει, χωρίς να υπάρχει η πρόθεση να απολογηθεί ενώπιον της κοινωνίας, καθώς και τους πολιτκούς του οραματισμούς, σύμφωνους με τις ιδέες του Πλάτωνα, όπως αυτές διατυπώνονται στο Συμπόσιο. Η περίπτωση του ζωγράφου μπορεί να ταυτιστεί, ως ένα βαθμό, με αυτή του ποιητή Καβάφη. Ονομάζοντας τον Αλεξανδρινό Κωνσταντίνο Καβάφη ως δάσκαλό του, ο Γιάννης Τσαρούχης αποφασίζει με την αναπαράσταση των γυμνών και μη ανδρικών σωμάτων να βρεθεί σε ένα διάλογο με το έργο του ποιητή, να εικογραφήσει νοητά κι ενδόμυχα, θα μπορούσαμε να υποθέσουμε, τους στίχους των ποιημάτων του, δίνοντάς τους «σώμα» κι αποκαλύπτοντας, με τη σειρά του, τις μύχιες σκέψεις του. (έργο: "Ναύτης καθιστός και γυμνό ξαπλωμένο")
Ο ίδιος ο Τσαρούχης, και μέσα από τα γραπτά του, μαστιγώνει την υποκρισία της κοινωνίας που σκανδαλίζεται στη θέα των αντρικών σωμάτων και που εγκαθιδρύει με νόμο τις σώστες, αλλά και ανάρμοστες σχέσεις. Στο συγγραφικό του έργο Μάτην ωνείδισαν την ψυχήν μου, εκφράζεται ανοιχτά για την ομοφυλοφιλία δηλώνοντας : «...Η απελεύθερωση του ομοφυλόφιλου προϋποθέτει την εσωτερική ελευθερία που συνειδητοποιεί καταστάσεις πολύ περισσότερο από τις εξωτερικές διαδηλώσεις και τα συλλαλητήρια. Ασφαλώς ως ένα συνειδητό μέλος της κοινωνίας, ο ομοφυλόφιλος θα πρέπει με όλες του τις δυνάμεις να προσπαθήσει να αλλάξει τους νόμους που κανέναν δεν ωφελούν και πολλούς βλάπτουν. Θα πρέπει με κάθε τρόπο να κάνει τους απαραίτητους κααι σωτήριους εκβιασμούς στο κοντόθωρο και τυφλό κράτος, γιατί η απωθημένη ομοφυλοφιλία είναι η αιτία των περισσότερων κοινωνικών συμφορών. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι μόνο η ελευθερία στην ομοφυλοφιλία θα κατεβάσει στα επιθυμητά όρια και ποσοστά το ποσοστό της ομοφυλοφιλίας, το τόσο απαραίτητο για μια ανώτερη και πνευματική ζώη». Αν και η δήλωση αυτή είναι μια εξαίρεση, αφού ο Τσαρούχης προτιμούσε τη λεκτική σιωπή όσον αφορά τις προσωπικές του επιλογές.
Το μοτίβο του ναύτη και γενικά του ένστολου άνδρα αποτελεί επαναλαμβανόμενο μοτίβο του έργου του είναι εκείνο που τον χαρακτηρίζει και τον ακολουθεί ως το τέλος της εικαστικής του πορείας. Ωστόσο, σταδιακά η αναπαράστασή του συναντάται σε λιγότερο προκλητικές και περισσότερο προσωπικές εκδοχές και σκηνές που αποπνέουν μια πνευματικότητα και μοναχικότητα. Ενδεικτικά έργα της προθέσης αυτής είναι Η Ξεχασμένη φρουρά (1956), Μικρή πλάζ (1962), Ο χορός στη ζωή και στο θέατρο (1963-68), Το κολύμπι και η εξάσκηση στο σχέδιο (1963-68), Το όραμα του Δαβίδ (1968-1974).
Από μια χρονική στιγμή και μετά, ο Τσαρούχης εντάσσει στη θεματογραφία του και μορφές ανδρών που βρίσκονται σε μια πιο άμεση, αναγνωρίσιμη σχέση με αυτόν. Η μορφή του νεαρού μοντέλου κυριαρχεί στη σειρά-εκδοχή του 1972 για τις τέσσερις εποχές, σε προσωπογραφίες ή σκηνές καθημερινότητας (Το γράμμα, 1974, Ενδυμίων, 1979), σε έργα στα οποία έχουμε και εικονογραφική παρουσία του ζωγράφου ( Ο ζωγράφος και το μοντέλο, 1979), ενώ ο ίδιος ο Τσαρούχης, σε μια αυτοπροσωπογραφία του, εμφανίζεται ως ο μήνας Δεκέμβριος μέσω μιας αγγελικής εκδοχής για την αναπαράσταση του συγκεκριμένου μήνα. (έργο: "Δεκέμβρης").
Η σύνθεση αυτή παραπέμπει στα διδάγματα του συμβολισμού και συγκεκριμένα στην έννοια του ανθρώπου ως έκπτωτου αγγέλου. Η επιλογή του καλλιτέχνη, το να αυτοπαρουσιαστεί με τη μορφή ενός χαρακτηριστικού μοτίβου του έργου του, τον φέρνει σε διπλό διάλογο και σύγκριση κυρίως με τους Ευρωπαίους Συμβολιστές. Η αγγελική μορφή αποτελεί μια από τις κυρίαρχες εικόνες στο έργο των Συμβολιστών, γίνεται ένα μέσο για να δηλωθεί η ταυτότητα του ανθρώπου ως αγγέλου επί γης, αλλά λειτουργεί κι ως προσωπογραφία του καλλιτέχνη (όπως παρουσιάζεται, μεταξύ αλλων, στο έργο των Paul Gauguin, Odilon Redon, Maurice Denis, Hugo Simberg, Michail Vroubel), ενώ στους πίνακες του Γάλλου Charles Filiger και του Γερμανού Sascha Schneider, ο άγγελος, υπό τη μορφή νεαρού άντρα, δηλώνει την ομοφυλοφιλία των δυο καλλιτεχνών. Η επιλογή του αγγέλου για την αυτοπροσωπογραφία του δεν πρέπει να θεωρηθεί τυχαία, αλλά ως μια έμμεση δήλωση. Επίσης, τα έργα του με θέμα τον Άγιο Σεβαστιανό θα πρέπει να θεωρηθούν κι αυτά έργα που εμπεριέχουν την προσωπική του αλήθεια, δεδομένου της σημασίας που έχει αποδωθεί στον συγκεκριμένο άγιο τόσο στη τέχνη, όσο και στη λογοτεχνία. (έργο: "Άγιος Σεβαστιανός, άσπρο φόντο").
Η ανδρική μορφή στο έργο του Τσαρούχη δεν μπορεί παρά να χαρακτηριστεί ως καινοτόμος τόσο στη σύλληψη, όσο και στην τεχνοτροπική απόδοση. Σαφώς και μέσα από τις μορφές αυτές ο ζωγράφος δηλώνει τον θαυμασμό του για το στυλ του Henri Matisse και του Paul Cézanne, που γνώρισε και μελέτησε κυρίως κατά την πρώτη διαμονή του στο Παρίσι. Ο Τσαρούχης, όμως, που θεωρούσε τη ζωγραφική ως την «απόλυτη επαφή του ανθρώπου με τα πράγματα», προτείνει μια απόδοση αντλώντας επιρροές από την ελληνική λαϊκή τέχνη κι δημιουργώντας ένα ύφος που καταφέρνει να συγκεράσει τις αρχαιοελληνικές επιρροές, τη βυζαντινή οπτική απόδοση με τις ευρωπαϊκές συγχρονες επιταγές, και που στηρίζεται στον αποκαλούμενο «ανατολίτικο εξπρεσιονισμό», δηλαδή στην απόλυτη ελευθερία και φωτεινότητα του χρώματος, απομακρύνοντας, με τον τρόπο αυτό, την ελληνική ζωγραφική από τα γνώριμα ιδεαλιστικά μονοπάτια και την επανάληψη γνώριμων τάσεων. Η ανδρική φιγούρα των έργων του ξεφεύγει από τα εικονογραφικά στερεότυπα που κυριαρχούσαν στην ελληνική τέχνη και βρίσκεται σε παράλληλη τροχιά με τις ανδρικές αναπαραστάσεις ξένων ομολόγων του.
Η αναπαράσταση της ανδρικής μορφής, όπως και το σύνολο του έργου του, αντικατοπτρίζει την προσωπική του επιτυχία του Τσαρούχη, το να πετύχει να παγιώσει ένα προσωπικό εκφραστικό ιδίωμα που ανταποκρίθηκε με τον καλύτερο και καινοτόμο τρόπο στη συλλογική απαίτηση για απόκτηση τεχνοτροπικής ταυτότητας της νεοελληνικής τέχνης.
Σκιαγραφώντας, όμως, τον έπαινο και τον θαυμασμό για τον βιοπαλαιστή, που παρομοιάζεται με αρχαιοελληνικό άγαλμα και που επωμίζεται το ρόλο του συνεχιστή της παράδοσης, o Τσαρούχης δηλώνει αποκαλυπτικά και την προσωπική του συγκίνηση μπροστά στο ανδρικό κάλλος. Βέβαια, η πρόθεση αυτή του καλλιτένη θα μείνει στο περιθώριο για αρκετές δεκαετίες, αφού οι μελετητές δεν θα τολμήσουν να ταυτίσουν την αναπαράσταση της ανδρικής μορφής με την προσωπική ζώη του. Στο αφιέρωμα του περιοδικού Η Λέξη για τον ζωγράφο, στο άρθρο του, ο Τάκης Μαυρωτάς τολμά να υπογραμμίσει όχι μόνο τη λατρεία προς το ανδρικό γυμνό, αλλά κυρίως τη διάθεση του Τσαρούχη να αποτυπώσει στα έργα του την προσωπική του ερωτική επιθυμία, μέσα από τα «ηδονικά σώματα», όπως ο ίδιος ο ιστορικός τέχνης τα περιγράφει, χωρίς να υπάρχει η πρόθεση να απολογηθεί ενώπιον της κοινωνίας, καθώς και τους πολιτκούς του οραματισμούς, σύμφωνους με τις ιδέες του Πλάτωνα, όπως αυτές διατυπώνονται στο Συμπόσιο. Η περίπτωση του ζωγράφου μπορεί να ταυτιστεί, ως ένα βαθμό, με αυτή του ποιητή Καβάφη. Ονομάζοντας τον Αλεξανδρινό Κωνσταντίνο Καβάφη ως δάσκαλό του, ο Γιάννης Τσαρούχης αποφασίζει με την αναπαράσταση των γυμνών και μη ανδρικών σωμάτων να βρεθεί σε ένα διάλογο με το έργο του ποιητή, να εικογραφήσει νοητά κι ενδόμυχα, θα μπορούσαμε να υποθέσουμε, τους στίχους των ποιημάτων του, δίνοντάς τους «σώμα» κι αποκαλύπτοντας, με τη σειρά του, τις μύχιες σκέψεις του. (έργο: "Ναύτης καθιστός και γυμνό ξαπλωμένο")
Ο ίδιος ο Τσαρούχης, και μέσα από τα γραπτά του, μαστιγώνει την υποκρισία της κοινωνίας που σκανδαλίζεται στη θέα των αντρικών σωμάτων και που εγκαθιδρύει με νόμο τις σώστες, αλλά και ανάρμοστες σχέσεις. Στο συγγραφικό του έργο Μάτην ωνείδισαν την ψυχήν μου, εκφράζεται ανοιχτά για την ομοφυλοφιλία δηλώνοντας : «...Η απελεύθερωση του ομοφυλόφιλου προϋποθέτει την εσωτερική ελευθερία που συνειδητοποιεί καταστάσεις πολύ περισσότερο από τις εξωτερικές διαδηλώσεις και τα συλλαλητήρια. Ασφαλώς ως ένα συνειδητό μέλος της κοινωνίας, ο ομοφυλόφιλος θα πρέπει με όλες του τις δυνάμεις να προσπαθήσει να αλλάξει τους νόμους που κανέναν δεν ωφελούν και πολλούς βλάπτουν. Θα πρέπει με κάθε τρόπο να κάνει τους απαραίτητους κααι σωτήριους εκβιασμούς στο κοντόθωρο και τυφλό κράτος, γιατί η απωθημένη ομοφυλοφιλία είναι η αιτία των περισσότερων κοινωνικών συμφορών. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι μόνο η ελευθερία στην ομοφυλοφιλία θα κατεβάσει στα επιθυμητά όρια και ποσοστά το ποσοστό της ομοφυλοφιλίας, το τόσο απαραίτητο για μια ανώτερη και πνευματική ζώη». Αν και η δήλωση αυτή είναι μια εξαίρεση, αφού ο Τσαρούχης προτιμούσε τη λεκτική σιωπή όσον αφορά τις προσωπικές του επιλογές.
Το μοτίβο του ναύτη και γενικά του ένστολου άνδρα αποτελεί επαναλαμβανόμενο μοτίβο του έργου του είναι εκείνο που τον χαρακτηρίζει και τον ακολουθεί ως το τέλος της εικαστικής του πορείας. Ωστόσο, σταδιακά η αναπαράστασή του συναντάται σε λιγότερο προκλητικές και περισσότερο προσωπικές εκδοχές και σκηνές που αποπνέουν μια πνευματικότητα και μοναχικότητα. Ενδεικτικά έργα της προθέσης αυτής είναι Η Ξεχασμένη φρουρά (1956), Μικρή πλάζ (1962), Ο χορός στη ζωή και στο θέατρο (1963-68), Το κολύμπι και η εξάσκηση στο σχέδιο (1963-68), Το όραμα του Δαβίδ (1968-1974).
Από μια χρονική στιγμή και μετά, ο Τσαρούχης εντάσσει στη θεματογραφία του και μορφές ανδρών που βρίσκονται σε μια πιο άμεση, αναγνωρίσιμη σχέση με αυτόν. Η μορφή του νεαρού μοντέλου κυριαρχεί στη σειρά-εκδοχή του 1972 για τις τέσσερις εποχές, σε προσωπογραφίες ή σκηνές καθημερινότητας (Το γράμμα, 1974, Ενδυμίων, 1979), σε έργα στα οποία έχουμε και εικονογραφική παρουσία του ζωγράφου ( Ο ζωγράφος και το μοντέλο, 1979), ενώ ο ίδιος ο Τσαρούχης, σε μια αυτοπροσωπογραφία του, εμφανίζεται ως ο μήνας Δεκέμβριος μέσω μιας αγγελικής εκδοχής για την αναπαράσταση του συγκεκριμένου μήνα. (έργο: "Δεκέμβρης").
Η σύνθεση αυτή παραπέμπει στα διδάγματα του συμβολισμού και συγκεκριμένα στην έννοια του ανθρώπου ως έκπτωτου αγγέλου. Η επιλογή του καλλιτέχνη, το να αυτοπαρουσιαστεί με τη μορφή ενός χαρακτηριστικού μοτίβου του έργου του, τον φέρνει σε διπλό διάλογο και σύγκριση κυρίως με τους Ευρωπαίους Συμβολιστές. Η αγγελική μορφή αποτελεί μια από τις κυρίαρχες εικόνες στο έργο των Συμβολιστών, γίνεται ένα μέσο για να δηλωθεί η ταυτότητα του ανθρώπου ως αγγέλου επί γης, αλλά λειτουργεί κι ως προσωπογραφία του καλλιτέχνη (όπως παρουσιάζεται, μεταξύ αλλων, στο έργο των Paul Gauguin, Odilon Redon, Maurice Denis, Hugo Simberg, Michail Vroubel), ενώ στους πίνακες του Γάλλου Charles Filiger και του Γερμανού Sascha Schneider, ο άγγελος, υπό τη μορφή νεαρού άντρα, δηλώνει την ομοφυλοφιλία των δυο καλλιτεχνών. Η επιλογή του αγγέλου για την αυτοπροσωπογραφία του δεν πρέπει να θεωρηθεί τυχαία, αλλά ως μια έμμεση δήλωση. Επίσης, τα έργα του με θέμα τον Άγιο Σεβαστιανό θα πρέπει να θεωρηθούν κι αυτά έργα που εμπεριέχουν την προσωπική του αλήθεια, δεδομένου της σημασίας που έχει αποδωθεί στον συγκεκριμένο άγιο τόσο στη τέχνη, όσο και στη λογοτεχνία. (έργο: "Άγιος Σεβαστιανός, άσπρο φόντο").
Η ανδρική μορφή στο έργο του Τσαρούχη δεν μπορεί παρά να χαρακτηριστεί ως καινοτόμος τόσο στη σύλληψη, όσο και στην τεχνοτροπική απόδοση. Σαφώς και μέσα από τις μορφές αυτές ο ζωγράφος δηλώνει τον θαυμασμό του για το στυλ του Henri Matisse και του Paul Cézanne, που γνώρισε και μελέτησε κυρίως κατά την πρώτη διαμονή του στο Παρίσι. Ο Τσαρούχης, όμως, που θεωρούσε τη ζωγραφική ως την «απόλυτη επαφή του ανθρώπου με τα πράγματα», προτείνει μια απόδοση αντλώντας επιρροές από την ελληνική λαϊκή τέχνη κι δημιουργώντας ένα ύφος που καταφέρνει να συγκεράσει τις αρχαιοελληνικές επιρροές, τη βυζαντινή οπτική απόδοση με τις ευρωπαϊκές συγχρονες επιταγές, και που στηρίζεται στον αποκαλούμενο «ανατολίτικο εξπρεσιονισμό», δηλαδή στην απόλυτη ελευθερία και φωτεινότητα του χρώματος, απομακρύνοντας, με τον τρόπο αυτό, την ελληνική ζωγραφική από τα γνώριμα ιδεαλιστικά μονοπάτια και την επανάληψη γνώριμων τάσεων. Η ανδρική φιγούρα των έργων του ξεφεύγει από τα εικονογραφικά στερεότυπα που κυριαρχούσαν στην ελληνική τέχνη και βρίσκεται σε παράλληλη τροχιά με τις ανδρικές αναπαραστάσεις ξένων ομολόγων του.
Η αναπαράσταση της ανδρικής μορφής, όπως και το σύνολο του έργου του, αντικατοπτρίζει την προσωπική του επιτυχία του Τσαρούχη, το να πετύχει να παγιώσει ένα προσωπικό εκφραστικό ιδίωμα που ανταποκρίθηκε με τον καλύτερο και καινοτόμο τρόπο στη συλλογική απαίτηση για απόκτηση τεχνοτροπικής ταυτότητας της νεοελληνικής τέχνης.
Μαρία Αϊβαλιώτη,
Ιστορικός Τέχνης
Ιστορικός Τέχνης
~Προτεινόμενη Βιβλιογραφία~
Βιβλία-Άρθρα
- Βακαλό Ελένη, Η φυσιογνωμία της μεταπολεμικής τέχνης. Τ.Γ, Ο μύθος της ελληνικότητας, Αθήνα, Κέδρος, 1983
- Κωτίδης Αντώνης. Μοντερνισμός και 'Παράδοση' στην ελληνική τέχνη του μεσοπολέμου, τόμος Α, Θεσσαλονίκη, University Studio Press, 1993
- Κωτίδης Αντώνης, Μοντερνισμός και 'Παράδοση' στην ελληνική μεταπολεμική και σύγχρονη τέχνη. Ζωγραφική-Γλυπτική-Αρχιτεκτονική. 1940-2010, τόμος Β, Θεσσαλονίκη, University Studio Press, 2011
- Μαυρωτάς Τάκης. « Η αίρεση του σώματος», «αφιέρωμα στον Γιάννη Τσαρούχη», Η Λέξη, τχ, 73, 1988, σελ. 291-293.
- Τσαρούχης Γιάννης, Αγαθόν το εξομολογείσθαι, προλ.Μάριος Πλωρίτης, Αθήνα, Καστανιώτης, 1986
- Τσαρούχης Γιάννης, Ως στρουθίον μονάζον επί δώματος, Αθήνα, Καστανιώτης, 1987
- Τσαρούχης Γιάννης, Λίθον ον απεδοκίμασαν οι οικοδομούντες, Αθήνα, Καστανιώτης, 1989
- Τσαρούχης Γιάννης, Μάτιν ωνείδισαν την ψυχήν μου, Αθήνα, Καστανιώτης, 1992
- Τσαρούχης Γιάννης, Ανάμεσα σε Ανατολή και Δύση. Πέντε κείμενα, Αθήνα, 2000
- Φλώρου Ειρήνη, Τσαρούχης-Ζωγραφική, διδακτορική διατριβή (δκτλ.), Αθήνα, Πανεπιστήμιο Αθηνών, 1989
- Χατζηνικολάου Νίκος, Εθνική τέχνη και πρωτοπορία, Αθήνα, Το Όχημα, 1982
Κατάλογοι Εκθέσεων
- Αναδρομική Έκθεση Γιάννη Τσαρούχη, 1928-1981, κατ.εκθ, κείμ. Γιάννης Τσαρούχης, Ανδρέας Εμπειρίκος, Οδυσσέας Ελύτης, επιλ, Αλέξανδρος Ξύδης, Θεσσαλονίκη, Μακεδονικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης, 1981.
- Γιάννης Τσαρούχης, 1910-1989, κατ.εκθ, Αθήνα, Μουσείο Μπενάκη, Ίδρυμα Γιάννη Τσαρούχη, 2009
- Γιάννης Τσαρούχης. Ανάμεσα σε Ανατολή και Δύση. Επιλογές από τη συλλογή του Ιδρύματος Γ.Τσαρούχη, Αθήνα, Υπουργείο Πολιτισμού, 2000