ΤΟ παραδοσιακό ταξίδι στην Ευρώπης, κατά τα πρότυπα της ευγενούς και σύμφωνα με τη μόδα αριστοκρατίας ονομάζονταν "Grand Tour" και γίνονταν κυρίως από νέους Ευρωπαίους που ανήκαν στις υψηλές κοινωνικές τάξεις, από τα 1660 περίπου μέχρι και την διάδοση των μεγάλης κλίμακας σιδηροδρομικών σταθμών κατά τη δεκαετία του 1840.
Πρωταρχικός στόχος αυτού του παραδοσιακού- σχεδόν εθιμοτυπικού- ταξιδιού, ήταν οι έκθεση των νέων- και πολλές φορές εν δυνάμει επαγγελματιών- στην πολιτισμική κληρονομιά των κλασικών έργων και μνημείων της Αρχαιότητας και της Αναγέννησης, καθώς επίσης και η διεύρυνση των προσωπικών και επαγγελματικών τους γνωριμιών σε συνδυασμό με την απόκτηση επιπλέον γνώσης. Το "Grand Tour", προσφέρονταν σαν μια μοναδική ευκαιρία να δει κανείς συγκεκριμένα έργα τέχνης και να έρθει σε επαφή με διάφορες περιοχές του Ευρωπαϊκού χώρου, όπως η Ιταλία, η Ελλάδα, η Γαλλία, η Αγγλία κ.α. Μια τέτοιου είδους «εκπαιδευτική ιεροτελεστία» μπορούσε να διαρκέσει από μερικούς μόλις μήνες έως και αρκετά χρόνια. Από τον 18ο αιώνα και μετά, ιδιαίτερα στον τομέα της αρχιτεκτονικής, το "Grand Tour", εξυπηρετούσε ως την πλέον καθιερωμένη επιτόπια επίσκεψη, εξαιρετικής εκπαιδευτικής σημασίας, σε ποικίλους Ευρωπαϊκούς προορισμούς. Για τους νέους αρχιτέκτονες, ένα ταξίδι τριών έως τεσσάρων ετών μεταφράζονταν ως την ολοκλήρωση της εκπαίδευσής τους και φυσικά ως μια δεδομένη ευκαιρία να συναντήσουν πιθανούς πελάτες. Η απόκτηση πρακτικής εμπειρίας σε συνδυασμό με τη κλασική λάμψη της κοινωνικής ανέλιξης, με την οποία ήταν άρρηκτα συνδεδεμένο το Γκραντ Τουρ, κινούσε το ενδιαφέρον πολλών νέων αρχιτεκτόνων.
Ωστόσο, κάποιες φορές, μερικοί από αυτούς, ξεκινούσαν το εκπαιδευτικό τους ταξίδι αποκλειστικά για εκπαιδευτικούς και ερευνητικούς λόγους. Για να μιλήσουμε με σύγχρονους όρους, το "Grand Tour" ήταν μια διευρυμένη χρονικά «εκπαιδευτική εκδρομή». Υπό την έλλειψη των σύγχρονων τεχνολογιών, οι άλλοτε επιστήμονες του κλάδου της αρχιτεκτονικής, ταξίδευαν για να γνωρίσουν και να μελετήσουν από κοντά τα αρχιτεκτονικά ορόσημα και τα έργα τέχνης των αρχαίων πολιτισμών και της Αναγέννησης, για τα οποία δεν μπορούσαν να έχουν πλήρη εικόνα βασισμένοι μόνο στα όσα διάβαζαν. Η διάκριση που υπήρχε αναφορικά με τα άτομα των υψηλών κοινωνικών τάξεων, δεν ήταν τίποτα περισσότερο από την οικονομική δυνατότητα που είχαν οι νέοι αυτοί για να καλύψουν τα έξοδα τους κατά τη διάρκεια του ταξιδιού, όλα τα χρόνια της μελέτης τους, χωρίς να εργάζονται.
Σήμερα, βέβαια, όλα αυτά έχουν αλλάξει κατά πολύ. Η σταθερή αξία όμως του να εκπαιδεύεσαι και να αποκτάς εμπειρία σχετική με το επάγγελμά σου από πρώτο χέρι, είναι ένα από τα κύρια χαρακτηριστικά των «εκπαιδευτικών εκδρομών», ιδιαίτερα στις Ευρωπαϊκές πρωτεύουσες που αποτελούν και το λίκνο της εξέλιξης του πολιτισμού και της κλασικής αρχιτεκτονικής.