ΕΙΔΑ την «Κόκκινη Έρημο» σε ένα θεατρικό υπόγειο στη Θεσσαλονίκη, στα τέλη του Χειμώνα του 2013. Ο χώρος διέθετε μεγάλη οθόνη, πράγμα που προσθέτει στην προβολή, η οποία όμως ήταν ψηφιακή και όχι αναλογική, όπως γυρίστηκε και αποτυπώθηκε η ταινία αρχικά.
Η «Κόκκινη Έρημος» είναι η πρώτη έγχρωμη ταινία του Μικελάντζελο Αντονιόνι και γυρίστηκε το 1964. Ο δημιουργός δήλωσε σε συνέντευξή του στο φεστιβάλ Βενετίας, όπου και βραβεύτηκε, ότι η ταινία γεννήθηκε από το χρώμα και αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο αποφάσισε να γυρίσει για πρώτη φορά ταινία με χρώμα, θέση που καταδεικνύει το ύφος του καλλιτέχνη, ο οποίος ξεκινά μια ταινία μέσα από μια ζωντανή καλλιτεχνική διαδικασία, που συνδέεται με τις πραγματικές ανάγκες της, και όχι για κάποιους λόγους άλλους εξω-καλλιτεχνικούς. Μέχρι τότε άλλωστε, γύριζε μόνο σε ασπρόμαυρο, χωρίς να βρίσκει τον καλλιτεχνικό λόγο για να ακολουθήσει μια ιστορία με έγχρωμο φιλμ. Ο σκηνοθέτης τόνισε επίσης ότι χρησιμοποίησε το χρώμα ως μέσο έκφρασης για να περάσει στον θεατή το μήνυμα που είναι κρυμμένο πίσω από κάθε σκηνή της ταινίας.
Ποιο είναι όμως το μήνυμα που είναι κρυμμένο πίσω από κάθε σκηνή της ταινίας; Μπορεί το να γνωρίζει (ή στο περίπου) μόνο ο ίδιος ο σκηνοθέτης. Ή μόνο οι ήρωες της ταινίας...
Πραγματιστικά, ο θεατής βλέπει την ιστορία μιας παντρεμένης γυναίκας και μητέρας (Μόνικα Βίτι), μέσα σε μια περίοδο ενός είδους «ψυχολογικής» της κρίσης -ευαλωτότητας. Αυτό γίνεται φανερό από την συνεχή εξομολογητική της διάθεση (στον εραστή της και συνεργάτη του συζύγου της), δηλαδή την ανάγκη της να μιλήσει και να εκφράσει το μέσα της (ως «ψυχοθεραπευτική» πράξη), σε συνδυασμό με όλα όσα λέει, αλλά και την φυσική της στάση στο χώρο, που είναι αργός και κατά κάποιο τρόπο μη σίγουρος (μπλοκαρισμένος). Ταυτόχρονα, συμβαίνει κάτι το καταπληκτικό. Ο χώρος γύρω, το setting όπως ονομάζεται, που είναι η βιομηχανική περιοχή της Ραβέννας, αρχίζει να αποκτά μια ιδιαίτερη υπόσταση. Χρώμα, γωνίες λήψεις και ρυθμός συνηγορούν ως προς αυτό. Έχεις την αίσθηση, καθ' όλη τη διάρκεια της ταινίας, πως αυτό που βλέπεις, είναι ο οπτικός τρόπος που βλέπει, και ο αισθητικός τρόπος που νιώθει αυτή η γυναίκα, τον κόσμο στον οποίο ζει. Κατά κάποιο τρόπο, η ψυχολογική της ευαλωτότητα, η οποία δηλώνεται με την συμπεριφορά της, αρχίζει να αποκτά υλική υπόσταση γύρω της, ως περιβάλλον επιθετικό.
Αυτός που είσαι, είσαι, και είναι αρκετό. Μα, αυτό που είσαι και αντιλαμβάνεσαι, βρίσκεται μόνο μέσα στο μυαλό σου. Κάτι τέτοιο, σε μια ευάλωτη ψυχική κατάσταση, απελευθερώνεται και εκφράζεται στους έξω με τρόπο οξύ. Μπορεί να είναι και αρνητικό για εσένα και για όλους. Δεν παύει όμως, να είναι το συναίσθημα και η ψυχή σου που οπτικοποιείται στα μάτια σου, και μεταφέρεται στον έξω κόσμο.
Ο καλλιτέχνης είναι εκεί για να αντιληφθεί κάτι τέτοιο, και να το εκφράσει με τεχνικά και αισθητικά μέσα. Πράγμα που ο Αντονιόνι το πέτυχε ολοκληρωτικά σε αυτή του την ταινία. Περνάει η αίσθηση πως το περιβάλλον, το χρώμα και τα πρόσωπα, είναι ιδωμένα και δοσμένα στο κοινό, μέσα από τα μάτια και την αίσθηση της ηρωίδας, που μέχρι ενός σημείου, έχει χάσει το όριο του συναισθήματος και της πραγματικότητας, και που το βρίσκει μόνο στην περίπτωση που ο μικρός της γιος προσποιείται ότι δεν μπορεί να περπατήσει, και η ίδια φοβάται πως αρρώστησε από πολιομυελίτιδα. Αυτό δηλαδή που την επαναφέρει στον πραγματικό κόσμο, είναι ένας πρακτικός λόγος: να βοηθήσει το παιδί της. Η συγκεκριμένη στιγμή έχει μια μοναδικότητα μέσα στην ταινία. Είναι η μόνη στιγμή που η ηρωίδα γειώνεται με τρόπο δυναμικό στην πραγματικότητα, και την αναγνωρίζει ως αναγκαία. Αυτό δηλώνεται από το γεγονός ότι μιλάει στο γιο της με λογικό και καθημερινό τρόπο. Το ψυχολογικό «μέσα» υπάρχει, αλλά και το πρακτικό -ενεργό «έξω» είναι κάτι υπαρκτό και είναι η φύση της ζωής, άρα αναπόφευκτο για την ύπαρξή μας.
Μόλις τελείωσε η προβολή, εκείνο το χειμωνιάτικο βράδυ, μέσα στο υγρό υπόγειο, είχα την αίσθηση πως είχα αντιληφθεί αισθητικά, είχα δει οπτικά και είχα νιώσει συναισθηματικά, το πώς δρα και νιώθει μια γυναίκα σε ευάλωτη ψυχολογική και πρακτική κατάσταση. Το πώς το περιβάλλον μεταμορφώνεται στα μάτια μιας τέτοιας γυναίκας, και στα μάτια μας καθημερινά, μέσα από το φίλτρο της ψυχής. Την αλληλεπίδρασή μας με το περιβάλλον, με όρους ψυχικούς, άρα ρευστούς. Είδα το πως λειτουργεί η ζωή ως φυσική και φαντασιακή δημιουργία. Είδα εν τέλει μια ψυχή. Και είδα το χρώμα της.
Το επόμενο πρωί, ένας ήλιος κυριαρχούσε στην πόλη, και αφού ξύπνησα, βγήκα στο μικρό μου μπαλκόνι, έστρεψα το βλέμμα μου προς τον λαμπερό ήλιο, και έκλεισα τα βλέφαρά μου. Το χρώμα που τόνισε το σκοτάδι του βλέμματός μου, ήταν ένα ογκώδες κόκκινο, μια έρημος, όπως έμοιαζε, που ήταν κόκκινη. Μια «εσωτερική» εικόνα, απόκοσμη, των απόκρημνων πλαγιών της ψυχής μας, και της αίσθησης χρώματος που αυτή εκπέμπει.
Η «Κόκκινη Έρημος» είναι η πρώτη έγχρωμη ταινία του Μικελάντζελο Αντονιόνι και γυρίστηκε το 1964. Ο δημιουργός δήλωσε σε συνέντευξή του στο φεστιβάλ Βενετίας, όπου και βραβεύτηκε, ότι η ταινία γεννήθηκε από το χρώμα και αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο αποφάσισε να γυρίσει για πρώτη φορά ταινία με χρώμα, θέση που καταδεικνύει το ύφος του καλλιτέχνη, ο οποίος ξεκινά μια ταινία μέσα από μια ζωντανή καλλιτεχνική διαδικασία, που συνδέεται με τις πραγματικές ανάγκες της, και όχι για κάποιους λόγους άλλους εξω-καλλιτεχνικούς. Μέχρι τότε άλλωστε, γύριζε μόνο σε ασπρόμαυρο, χωρίς να βρίσκει τον καλλιτεχνικό λόγο για να ακολουθήσει μια ιστορία με έγχρωμο φιλμ. Ο σκηνοθέτης τόνισε επίσης ότι χρησιμοποίησε το χρώμα ως μέσο έκφρασης για να περάσει στον θεατή το μήνυμα που είναι κρυμμένο πίσω από κάθε σκηνή της ταινίας.
Ποιο είναι όμως το μήνυμα που είναι κρυμμένο πίσω από κάθε σκηνή της ταινίας; Μπορεί το να γνωρίζει (ή στο περίπου) μόνο ο ίδιος ο σκηνοθέτης. Ή μόνο οι ήρωες της ταινίας...
Πραγματιστικά, ο θεατής βλέπει την ιστορία μιας παντρεμένης γυναίκας και μητέρας (Μόνικα Βίτι), μέσα σε μια περίοδο ενός είδους «ψυχολογικής» της κρίσης -ευαλωτότητας. Αυτό γίνεται φανερό από την συνεχή εξομολογητική της διάθεση (στον εραστή της και συνεργάτη του συζύγου της), δηλαδή την ανάγκη της να μιλήσει και να εκφράσει το μέσα της (ως «ψυχοθεραπευτική» πράξη), σε συνδυασμό με όλα όσα λέει, αλλά και την φυσική της στάση στο χώρο, που είναι αργός και κατά κάποιο τρόπο μη σίγουρος (μπλοκαρισμένος). Ταυτόχρονα, συμβαίνει κάτι το καταπληκτικό. Ο χώρος γύρω, το setting όπως ονομάζεται, που είναι η βιομηχανική περιοχή της Ραβέννας, αρχίζει να αποκτά μια ιδιαίτερη υπόσταση. Χρώμα, γωνίες λήψεις και ρυθμός συνηγορούν ως προς αυτό. Έχεις την αίσθηση, καθ' όλη τη διάρκεια της ταινίας, πως αυτό που βλέπεις, είναι ο οπτικός τρόπος που βλέπει, και ο αισθητικός τρόπος που νιώθει αυτή η γυναίκα, τον κόσμο στον οποίο ζει. Κατά κάποιο τρόπο, η ψυχολογική της ευαλωτότητα, η οποία δηλώνεται με την συμπεριφορά της, αρχίζει να αποκτά υλική υπόσταση γύρω της, ως περιβάλλον επιθετικό.
Αυτός που είσαι, είσαι, και είναι αρκετό. Μα, αυτό που είσαι και αντιλαμβάνεσαι, βρίσκεται μόνο μέσα στο μυαλό σου. Κάτι τέτοιο, σε μια ευάλωτη ψυχική κατάσταση, απελευθερώνεται και εκφράζεται στους έξω με τρόπο οξύ. Μπορεί να είναι και αρνητικό για εσένα και για όλους. Δεν παύει όμως, να είναι το συναίσθημα και η ψυχή σου που οπτικοποιείται στα μάτια σου, και μεταφέρεται στον έξω κόσμο.
Ο καλλιτέχνης είναι εκεί για να αντιληφθεί κάτι τέτοιο, και να το εκφράσει με τεχνικά και αισθητικά μέσα. Πράγμα που ο Αντονιόνι το πέτυχε ολοκληρωτικά σε αυτή του την ταινία. Περνάει η αίσθηση πως το περιβάλλον, το χρώμα και τα πρόσωπα, είναι ιδωμένα και δοσμένα στο κοινό, μέσα από τα μάτια και την αίσθηση της ηρωίδας, που μέχρι ενός σημείου, έχει χάσει το όριο του συναισθήματος και της πραγματικότητας, και που το βρίσκει μόνο στην περίπτωση που ο μικρός της γιος προσποιείται ότι δεν μπορεί να περπατήσει, και η ίδια φοβάται πως αρρώστησε από πολιομυελίτιδα. Αυτό δηλαδή που την επαναφέρει στον πραγματικό κόσμο, είναι ένας πρακτικός λόγος: να βοηθήσει το παιδί της. Η συγκεκριμένη στιγμή έχει μια μοναδικότητα μέσα στην ταινία. Είναι η μόνη στιγμή που η ηρωίδα γειώνεται με τρόπο δυναμικό στην πραγματικότητα, και την αναγνωρίζει ως αναγκαία. Αυτό δηλώνεται από το γεγονός ότι μιλάει στο γιο της με λογικό και καθημερινό τρόπο. Το ψυχολογικό «μέσα» υπάρχει, αλλά και το πρακτικό -ενεργό «έξω» είναι κάτι υπαρκτό και είναι η φύση της ζωής, άρα αναπόφευκτο για την ύπαρξή μας.
Μόλις τελείωσε η προβολή, εκείνο το χειμωνιάτικο βράδυ, μέσα στο υγρό υπόγειο, είχα την αίσθηση πως είχα αντιληφθεί αισθητικά, είχα δει οπτικά και είχα νιώσει συναισθηματικά, το πώς δρα και νιώθει μια γυναίκα σε ευάλωτη ψυχολογική και πρακτική κατάσταση. Το πώς το περιβάλλον μεταμορφώνεται στα μάτια μιας τέτοιας γυναίκας, και στα μάτια μας καθημερινά, μέσα από το φίλτρο της ψυχής. Την αλληλεπίδρασή μας με το περιβάλλον, με όρους ψυχικούς, άρα ρευστούς. Είδα το πως λειτουργεί η ζωή ως φυσική και φαντασιακή δημιουργία. Είδα εν τέλει μια ψυχή. Και είδα το χρώμα της.
Το επόμενο πρωί, ένας ήλιος κυριαρχούσε στην πόλη, και αφού ξύπνησα, βγήκα στο μικρό μου μπαλκόνι, έστρεψα το βλέμμα μου προς τον λαμπερό ήλιο, και έκλεισα τα βλέφαρά μου. Το χρώμα που τόνισε το σκοτάδι του βλέμματός μου, ήταν ένα ογκώδες κόκκινο, μια έρημος, όπως έμοιαζε, που ήταν κόκκινη. Μια «εσωτερική» εικόνα, απόκοσμη, των απόκρημνων πλαγιών της ψυχής μας, και της αίσθησης χρώματος που αυτή εκπέμπει.