ΣΧΕΔΟΝ παράλληλη με την ιστορία της τυπογραφίας η πορεία της χαρακτικής πέρασε από πολλά “κύματα” πριν φθάσει στις μέρες μας, ως εγνωσμένου κύρους είδος τέχνης. Η χαρακτική δεν ήταν πάντοτε καλλιτεχνικό είδος. Χρησιμοποιήθηκε κάποτε ως “η τυπογραφία (δηλαδή, η μέθοδος αναπαραγωγής) της εικόνας”, αλλά και ως εργαλείο προπαγάνδας. Αποτυπώνει με μοναδικό τρόπο την ιστορία εθνών, και αποτελεί μοναδικό ιστορικό ντοκουμέντο. Επίσης, αποτελεί σήμερα ένα από τα λίγα συλλεκτικά είδη που δεν χάνει την αξία του...
Ο Wendy Thompson, επιμελητής στο Μητροπολιτικό Μουσείο Τέχνης της Νέας Υόρκης αναφέρει σε πρόσφατη εργασία του ως πρόγονο της τεχνικής τις πλάκες Niello που συναντούσε κανείς στην Φλωρεντία τον 13ο αιώνα. Οι πλάκες αυτές ήταν εγχάρακτες σε ασήμι ή/και χρυσό, και έφεραν το ομώνυμο υλικό -που ήταν κραμα από άλλα, λιγότερο ευγενή μέταλλα- ως “γέμισμα” των διακοσμητικών εγχαράξεων για να τα τονίζουν. Σε κάθε περίπτωση, οι γενικά παραδεκτοί πρωτοπόροι του τομέα υπήρξαν οι Martin Schongauer στη Γερμανία, με πρώτα έργα μέχρι το 1470, και ο ζωγράφος Andrea Mantegna στην Ιταλία την ίδια περίοδο. Κορυφαίος όλων των πρωτοπόρων θεωρείται ο Albrecht Dürer (1471–1528). Ανάλογα με το υλικό της πλάκας, γίνεται λόγος για ξυλογραφία, χαλκογραφία, λιθογραφία, κ.ο.κ. Η γαλλικής καταγωγής λέξη “γκραβούρα” συνήθως σημαίνει απλά “παλιά χαλκογραφία”. Η ξυλογραφία αποτελεί την αρχαιότερη τεχνική χαρακτικής και χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά από τους Κινέζους για την εκτύπωση σχεδίων σε υφάσματα και, από τον 6ο αι. μ.Χ., για την εκτύπωση σχεδίων στο χαρτί. Η ξυλογραφία χρησιμοποιήθηκε πολύ αργότερα -τον 14ο μ.Χ. αιώνα στην Ευρώπη για την εκτύπωση θρησκευτικών εικόνων, ενώ, αμέσως μετά για την εκτύπωση χαρτών και κάθε άλλου πραγματικά πολύπλοκου σχεδιαγράμματος που η παραδοσιακή τυπογραφία αδυνατούσε να αναπαράγει. Ως καλλιτεχνικό είδος συναντάται από την αρχή της -Ευρωπαϊκής- ιστορία της, ενώ, παράλληλα, η σινο-ιαπωνική γραμμή της εξέλιξης της δεν υπήρξε ιδιαίτερα τεχνική, όσο ύψους και μορφολογίας και παραμένει εξαιρετικά σημαντική.
Μετά την ανακάλυψη της τυπογραφίας με κινητά στοιχεία από τον Γουτεμβέργιο, η ξυλογραφία χρησιμοποιήθηκε για την ένθεση εικόνων σε βιβλία. Τον 15ο αι., ανακαλύφθηκε η χαλκογραφία, και τον 18ο αι. η λιθογραφία. Με την λιθογραφία είναι δυνατή η ανατύπωση ολόκληρων ζωγραφικών έργων και η χρήση της εξαπλώθηκε κατά τον 20ό αι., καθώς αυξήθηκε η ζήτηση για ζωγραφικά έργα υπογεγραμμένα από διάσημους καλλιτέχνες. Ο κίνδυνος εκφυλισμού της χαρακτικής σε μέθοδο εξαπάτησης των φιλότεχνων οδήγησε τους Γάλλους χαράκτες να δώσουν το 1964 τον ακόλουθο ορισμό:
Στην Ελλάδα, η σύγχρονη χαρακτική έκανε την εμφάνισή της στα μέσα του 19ου αι., αλλά έλαβε τον χαρακτήρα καλλιτεχνικής δημιουργίας αργότερα, στα χρόνια του Μεσοπολέμου από τον Δημήτρη Γαλάνη (1879-1966), ο οποίος ζούσε στο Παρίσι, αλλά έκανε την πρώτη έκθεση χαρακτικών του στην Αθήνα, στο Ιλίου Μέλαθρον, με ξυλογραφίες & χαλκογραφίες του. Τη δεκαετία του 1930, με την ανάληψη της έδρας της χαρακτικής στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών από τον Γιάννη Κεφαλληνό (1894-1957), σηματοδοτείται εξαιρετική ανάπτυξη της ελληνικής χαρακτικής. Μαθητές του Κεφαλληνού υπήρξαν σημαντικοί Έλληνες χαράκτες όπως ο Γιώργος Μόσχος (1906-1990), ο Γιώργος Βελισσαρίδης (1909-1994), ο Α. Τάσσος (1914-1985), η Βάσω Κατράκη (1914-1988), κ.α.
του Πάρη Καπράλου
Με τον όρο χαρακτική αναφερόμαστε συνήθως στην εγχάραξη σχεδίων και συμβόλων σε μια επιφάνεια, η οποία κατόπιν θα χρησιμεύσει ως πλάκα για την παραγωγή αντιτύπων σε χαρτί. Το έργο -που ουσιαστικά είναι ένα αντίτυπο σε χαρτί ή άλλο μέσο απορροφητικό μέσο που δημιουργείται κατ' αυτόν τον τρόπο αποκαλείται “χαρακτικό”. Εντούτοις, πέρα από το κοινώς λεγόμενο, δεν πρέπει να ξεχνάμε, πως “χαρακτική” επίσης είναι η τέχνη της εγχάραξης μιας σκληρής επιφάνειας με σκοπό την δημιουργία διακοσμητικών σχεδίων σ' αυτήν την επιφάνεια. Για παράδειγμα, οι αρχαίοι σφραγιδόλιθοι και οι αρχαίες επιγραφές σε στήλες αποτελούν τα πρώτα χαρακτικά έργα της ανθρωπότητας. Ωστόσο, η ιστορία της χαρακτικής, όπως την εννοούμε πλέον, δεν ξεκίνησε πριν το 1470 στην Ευρωπη.
Ο Wendy Thompson, επιμελητής στο Μητροπολιτικό Μουσείο Τέχνης της Νέας Υόρκης αναφέρει σε πρόσφατη εργασία του ως πρόγονο της τεχνικής τις πλάκες Niello που συναντούσε κανείς στην Φλωρεντία τον 13ο αιώνα. Οι πλάκες αυτές ήταν εγχάρακτες σε ασήμι ή/και χρυσό, και έφεραν το ομώνυμο υλικό -που ήταν κραμα από άλλα, λιγότερο ευγενή μέταλλα- ως “γέμισμα” των διακοσμητικών εγχαράξεων για να τα τονίζουν. Σε κάθε περίπτωση, οι γενικά παραδεκτοί πρωτοπόροι του τομέα υπήρξαν οι Martin Schongauer στη Γερμανία, με πρώτα έργα μέχρι το 1470, και ο ζωγράφος Andrea Mantegna στην Ιταλία την ίδια περίοδο. Κορυφαίος όλων των πρωτοπόρων θεωρείται ο Albrecht Dürer (1471–1528). Ανάλογα με το υλικό της πλάκας, γίνεται λόγος για ξυλογραφία, χαλκογραφία, λιθογραφία, κ.ο.κ. Η γαλλικής καταγωγής λέξη “γκραβούρα” συνήθως σημαίνει απλά “παλιά χαλκογραφία”. Η ξυλογραφία αποτελεί την αρχαιότερη τεχνική χαρακτικής και χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά από τους Κινέζους για την εκτύπωση σχεδίων σε υφάσματα και, από τον 6ο αι. μ.Χ., για την εκτύπωση σχεδίων στο χαρτί. Η ξυλογραφία χρησιμοποιήθηκε πολύ αργότερα -τον 14ο μ.Χ. αιώνα στην Ευρώπη για την εκτύπωση θρησκευτικών εικόνων, ενώ, αμέσως μετά για την εκτύπωση χαρτών και κάθε άλλου πραγματικά πολύπλοκου σχεδιαγράμματος που η παραδοσιακή τυπογραφία αδυνατούσε να αναπαράγει. Ως καλλιτεχνικό είδος συναντάται από την αρχή της -Ευρωπαϊκής- ιστορία της, ενώ, παράλληλα, η σινο-ιαπωνική γραμμή της εξέλιξης της δεν υπήρξε ιδιαίτερα τεχνική, όσο ύψους και μορφολογίας και παραμένει εξαιρετικά σημαντική.
Μετά την ανακάλυψη της τυπογραφίας με κινητά στοιχεία από τον Γουτεμβέργιο, η ξυλογραφία χρησιμοποιήθηκε για την ένθεση εικόνων σε βιβλία. Τον 15ο αι., ανακαλύφθηκε η χαλκογραφία, και τον 18ο αι. η λιθογραφία. Με την λιθογραφία είναι δυνατή η ανατύπωση ολόκληρων ζωγραφικών έργων και η χρήση της εξαπλώθηκε κατά τον 20ό αι., καθώς αυξήθηκε η ζήτηση για ζωγραφικά έργα υπογεγραμμένα από διάσημους καλλιτέχνες. Ο κίνδυνος εκφυλισμού της χαρακτικής σε μέθοδο εξαπάτησης των φιλότεχνων οδήγησε τους Γάλλους χαράκτες να δώσουν το 1964 τον ακόλουθο ορισμό:
“Ως χαρακτικά θεωρούνται οι πρωτότυπες εστάμπες και λιθογραφίες που έχουν τυπωθεί από μια ή περισσότερες πλάκες, με οποιαδήποτε τεχνική, εκτός από τις μηχανικές και φωτομηχανικές μεθόδους, εφόσον το σχέδιο, η χάραξη και η εκτύπωση αποτελούν έργο του ίδιου καλλιτέχνη. Μόνο τα χαρακτικά που πληρούν αυτούς τους όρους έχουν το δικαίωμα να ονομάζονται 'πρωτότυπα χαρακτικά'”.
Η χαρακτική εφαρμόζεται πλέον μονάχα ως είδος τέχνης και ο χαράκτης χαράσσει το θέμα του σε μιά “μήτρα” από υλικό της επιλογής του, συνήθως μέταλλο, τσίγκο, κλπ., με μια ποικιλία από καλέμια, ενώ, σε διάφορα στάδια επεξεργάζεται τις υφές που θα τυπωθούν φθείροντας την πλάκα με ποικίλες μεθόδους. Σε άνθηση βρίσκεται και η Οξυγραφία, μέθοδος χαρακτικής, σύμφωνα με την οποία ένα ισχυρό οξύ “καίει” τα μη προστατευμένα από κάποιο οξυάντοχο υλικό (π.χ. κερί) σημεία που δεν έχουν καλυφθεί από το κερί, και από την διάβρωση του μετάλλου προκύπτει το επιθυμητό σχέδιο.
Στην Ελλάδα, η σύγχρονη χαρακτική έκανε την εμφάνισή της στα μέσα του 19ου αι., αλλά έλαβε τον χαρακτήρα καλλιτεχνικής δημιουργίας αργότερα, στα χρόνια του Μεσοπολέμου από τον Δημήτρη Γαλάνη (1879-1966), ο οποίος ζούσε στο Παρίσι, αλλά έκανε την πρώτη έκθεση χαρακτικών του στην Αθήνα, στο Ιλίου Μέλαθρον, με ξυλογραφίες & χαλκογραφίες του. Τη δεκαετία του 1930, με την ανάληψη της έδρας της χαρακτικής στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών από τον Γιάννη Κεφαλληνό (1894-1957), σηματοδοτείται εξαιρετική ανάπτυξη της ελληνικής χαρακτικής. Μαθητές του Κεφαλληνού υπήρξαν σημαντικοί Έλληνες χαράκτες όπως ο Γιώργος Μόσχος (1906-1990), ο Γιώργος Βελισσαρίδης (1909-1994), ο Α. Τάσσος (1914-1985), η Βάσω Κατράκη (1914-1988), κ.α.